Με την ανάδυση όλο και νεότερων μεταλλάξεων του κορωνοϊού SARS CoV-2, τίθενται συνεχώς υπό αμφισβήτηση η αποτελεσματικότητα των υπαρχόντων εμβολίων για την πρόληψη της λοίμωξης COVID-19.

Νεότερη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο The British Medical Journal (BMJ), αναδεικνύει το όφελος που προσφέρει η τέταρτη δόση του εμβολίου (δεύτερη αναμνηστική) σε ηλικιωμένους ενάντι της μόλυνσης, της συμπτωματικής νόσησης και των σοβαρών εκβάσεων της COVID-19 σε σχέση με την μετάλλαξη Omicron.

Στο επίκεντρο των ερευνητών βρέθηκαν ηλικιωμένοι που νοσηλεύονταν σε 626 Μονάδες Φροντίδας Ηλικιωμένων (ΜΦΗ) στο Οντάριο του Καναδά και διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης από κορωνοϊό. Η συγκεκριμένη ομάδα ασθενών επλήγη δυσανάλογα από τη λοίμωξη COVID-19, αντιπροσωπεύοντας περίπου τα δύο τρίτα των θανάτων κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων κυμάτων της πανδημίας.

Κύριο μέλημα των ερευνητών ήταν να εκτιμήσουν εάν παρέχει περαιτέρω προστασία η τέταρτη δόση, σε σύγκριση με την τρίτη δόση (πρώτη αναμνηστική).

Η χορήγηση της τέταρτης δόσης (δεύτερη αναμνηστική) στους τρόφιμους των ΜΦΗ ξεκίνησε στις 30 Δεκεμβρίου 2021 με το εμβόλιο Spikevax (mRNA-1273) της Moderna, ενώ η τρίτη δόση (πρώτη αναμνηστική) είχε χορηγηθεί τον Αύγουστο του 2021. Ακολούθως, στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν μόνοι όσοι είχαν εμβολιαστεί με κάποιο εμβόλιο mRNA και η αποτελεσματικότητά του περιορίστηκε μόνο απέναντι στη μετάλλαξη Omicron.

Αναφορικά με την απόδοση των εμβολίων, εκτιμήθηκαν τρεις εκβάσεις της νόσου: η μόλυνση (θετικότητα στον ιό SARS-CoV-2), η συμπτωματική λοίμωξη και οι πιο σοβαρές εκβάσεις της νόσου. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες (80,1%) εξετάστηκαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της περιόδου μελέτης. Περισσότερα από τα μισά κρούσματα (58,1%) και η ομάδα ελέγχου (53,3%) έλαβαν μόνο τρεις δόσεις εμβολίου και μεγαλύτερο ποσοστό των συμμετεχόντων στην ομάδα ελέγχου (38,2%) έλαβε τη δεύτερη αναμνηστική δόση από ό,τι τα κρούσματα (28%).

Τι έδειξαν τα αποτελέσματα

Η αποτελεσματικότητα της τέταρτης δόσης ήταν προφανής και αυξανόταν ανάλογα με το χρονικό διάστημα που ακολουθούσε του εμβολιασμού. Ειδικότερα, η οριακή αποτελεσματικότητα της τέταρτης δόσης ≥ 7 ημέρες μετά τον εμβολιασμό ήταν 19% έναντι της μόλυνσης, 31% έναντι της συμπτωματικής λοίμωξης και 40% έναντι των σοβαρών εκβάσεων σε σύγκριση με εκείνους που εμβολιάστηκαν με τρίτη δόση ≥ 84 ημέρες. Οι αντίστοιχοι υπολογισμοί σε σύγκριση με όσους εμβολιάστηκαν με την τρίτη δόση < 84 ημέρες πριν από την εξέταση δείκτη ήταν 16% έναντι της μόλυνσης, 20% έναντι συμπτωματικής λοίμωξης και 29% έναντι σοβαρών εκβάσεων.

Έπειτα όμως από επτά ημέρες από την τέταρτη δόση, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου ήταν 49% κατά της μόλυνσης, 69% κατά της συμπτωματικής λοίμωξης και 86% κατά των σοβαρών εκβάσεων. Αντίθετα, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου της τρίτης δόσης που χορηγήθηκε ≥ 84 ημέρες πριν από την εξέταση ήταν 37% έναντι της μόλυνσης, 55% έναντι της συμπτωματικής λοίμωξης και 77% έναντι των σοβαρών εκβάσεων.

Μάλιστα, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου έναντι της συμπτωματικής λοίμωξης ήταν υψηλότερη μεταξύ όσων έλαβαν τέσσερις δόσεις τους εμβολίου της Μoderna ή τριών δόσεων Pfizer και μίας δόσης Moderna, σε σύγκριση με εκείνους που εμβολιάστηκαν με δύο δόσεις της Pfizer και δύο Moderna.

Εν τέλει, η τέταρτη δόση κατέστη πιο αποτελεσματική, σε σύγκριση με την τρίτη, έπειτα από περίπου τρεις μήνες απέναντι στη μόλυνση, τη συμπτωματική λοίμωξη και των σοβαρών εκβάσεων της COVID-19. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα μειωνόταν, εάν η τρίτη δόση είχε χορηγηθεί σε λιγότερο από 84 ημέρες πριν.

Διαβάστε ακόμα:

Μπορεί ένα μονοκλωνικό αντίσωμα σε μορφή σπρέι να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού;

Κορωνοϊός: Σύσταση ECDC και ΕΜΑ για τέταρτη δόση εμβολίου στους 60 ετών και άνω