Τέσσερις ειδικοί φωτίζουν τις πτυχές αυτής της σχέσης και προσπαθούν να εξηγήσουν γιατί δημιουργήθηκαν οι δύο ακραίοι πόλοι: στον έναν οι υποστηρικτές της επιστήμης και στον αντίθετο οι αρνητές της.

Για το θέμα μιλούν:

Γκίκας Μαγιορκίνης, επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Βασίλειος Μποζίκας, καθηγητής Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Νικόλαος Τζανάκης, καθηγητής Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Ευαγγελία Τσαπατσάρη, Κοινωνιολόγος, Σύμβουλος Ψυχικής υγείας, Ψυχοθεραπεύτρια, Πρόεδρος Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων

 

Τα τελευταία δύο χρόνια, εκτός από τον κορωνοϊό, εμφανίστηκαν στην καθημερινότητά μας οι αρνητές της επιστήμης και στον αντίθετο πόλο, οι υπερασπιστές της. Οι ακραίες φωνές, από τη μία πλευρά, και οι ψύχραιμες, από την άλλη. Τα δίπολα συνεχίζονται με τις ανορθολογικές και ορθολογικές ερμηνείες, την παραπληροφόρηση και τα επιστημονικά επιχειρήματα, τις θεωρίες συνωμοσίας και τις σαφείς εξηγήσεις. Ολα βιώθηκαν με τον πιο έντονο τρόπο. Καθώς η πανδημία γινόταν κομμάτι της ζωής μας, κάποιοι αρνούνταν τη νέα πραγματικότητα. Οσο οι υγειονομικοί φορείς προσπαθούσαν να ανακόψουν την επέλαση του κορωνοϊού, πολίτες αμφισβητούσαν -και αμφισβητούν- τις αποφάσεις τους. Ενώ οι επιστημονική κοινότητα ανέπτυσσε ταχέως τα εμβόλια, οι αρνητές τους δυνάμωναν τη φωνή τους κατά του εμβολιασμού.

Το ygeiamou αναζήτησε την εξήγηση του φαινομένου συνομιλώντας με τέσσερις ειδικούς. Ενας επιδημιολόγος, ένας ψυχίατρος, ένας πνευμονολόγος και μία κοινωνιολόγος δίνουν τη δική τους απάντηση στο ερώτημα που εύλογα τίθεται: Πώς εξηγείται η αντιφατική και περίπλοκη σχέση των ανθρώπων με την επιστήμη που διαμορφώθηκε μέσα στην πανδημία;

Τρεις λόγοι που πυροδοτούν τον στείρο αρνητισμό

Ο καθηγητής Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκας Μαγιορκίνης βρίσκεται από την πρώτη στιγμή μέσα στον «πόλεμο» κατά του κορωνοϊού και χαίρεται για τη «νίκη» που επιτεύχθηκε με τα εμβόλια. Παρά τον θετικό απολογισμό της τελευταίας αυτής διετίας, παραδέχεται ότι είναι αρνητικό όσο και δύσκολο να κατανοηθεί γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν δέχονται τον ορθό επιστημονικό λόγο.

«Είδαμε στείρο αρνητισμό σε ό,τι αφορά την ύπαρξη του ιού, τη θεραπεία και την πρόληψη, τις προτάσεις, τα μέτρα και τις παρεμβάσεις που προτείνονταν σε κάθε φάση αντιμετώπισης της πανδημίας. Αλλά είδαμε και το αντίθετο: αρνητισμό στην επιστροφή στην κανονικότητα», λέει ο κ. Μαγιορκίνης. Κατά τον έγκριτο επιδημιολόγο, τρεις «δυνάμεις» κατευθύνουν αυτόν τον αρνητισμό.

Η πρώτη μεγάλη «δύναμη» είναι η αδράνεια, λέει και εξηγεί: «Μεγάλο μερίδιο του κόσμου δυσκολεύεται να δεχτεί τις αλλαγές στην καθημερινότητά του και επιλέγει την αδράνεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι όση δυσκολία και κριτική αντιμετωπίσαμε για να δεχθεί ο κόσμος τα self test και τις μάσκες στα παιδιά, παρόμοια δυσκολία θα υπάρξει στην απόσυρση της υποχρεωτικότητάς τους».

Ο «εθισμός» σε περιθωριακές θεωρίες κινεί επίσης τον αρνητισμό:«Κάποιοι βρίσκουν μέχρι και νόημα ύπαρξης στο να αναπτύσσουν θεωρίες που βρίσκονται μακριά από τη mainstream πραγματικότητα. Κάποιοι το κάνουν από ανάγκη αναγνώρισης, καθότι στην κυρίαρχη πραγματικότητα δεν αισθάνονται ότι θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν και άλλοι το κάνουν για οικονομική εκμετάλλευση».

Η τρίτη μεγάλη «δύναμη» που εντοπίζει ο κύριος Μαγιορκίνης είναι η ημιμάθεια. «Αυτή την είδαμε από απλούς ανθρώπους χωρίς κάποια θέση ευθύνης μέχρι και στην πιο επικίνδυνη έκφανσή της, σε επιστήμονες άλλων ειδικοτήτων που ξαφνικά βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν επί παντός επιστητού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα θεωρώ την αντίδραση για “εμπόριο ελπίδας” σε δημοσιευμένη “άποψη” επιστημονικής στήλης όταν ανακοίνωσα τις εκτιμήσεις ότι το εμβόλιο της Pfizer θα ήταν διαθέσιμο πριν από το τέλος του 2020. Το οποίο συνέβη. Και το εμβόλιο ήταν και παραμένει αποτελεσματικό και ασφαλές», καταλήγει ο ειδικός.

 

Ο ανομολόγητος φόβος της νόσησης υποβόσκει ασυνείδητα στους αρνητές του κορωνοϊού.

 

Η γοητεία των θεωριών συνωμοσίας

Tο κύμα αμφισβήτησης της επιστήμης που σηκώθηκε μέσα στην πανδημία ευτυχώς δεν δυνάμωσε σύμφωνα με τον καθηγητή Ψυχιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Βασίλειο Μποζίκα: «Περίπου το 15% των Ελλήνων δεν αποδέχθηκε την πανδημία, ούτε τα μέτρα και τα εμβόλια. Ωστόσο, η πλειονότητα συμμορρφώθηκε, ενώ και η κυβέρνηση όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές κυβερρνήσεις έλαβαν μέτρα για να τους προστατεύσουν. Αυτό σημαίνει Δυτικός πολιτισμός και ορθολογισμός».

Ποια είναι η εκτίμηση του ψυχιάτρου γι’ αυτή τη μερίδα πολιτών; Εχει ψυχιατρική βάση η άρνηση; «Εχει ψυχολογική βάση. Γιατί όλοι γοητευόμαστε από θεωρίες συνωμοσίας, μας αρέσει η φαντασία και το ανεξήγητο. Πριν από χρόνια π.χ. είχαν γνωρίσει άνθηση οι θεωρίες περί ψεκασμού. Ηταν όμως θεωρίες συνωμοσίας που δεν μπορούσαν να αφήσουν αποτύπωμα στη ζωή μας, όπως συνέβη με τον κορωνοϊό που είναι μείζον θέμα δημόσιας υγείας. Η βάση και στις δύο περιπτώσεις είναι κοινή. Είναι η ανάγκη των ανθρώπων να καταφύγουν σε μια ανορθολογική ερμηνεία για να εξηγήσουν ό,τι συμβαίνει. Με τον κορωνοϊό τι άλλαξε; Οτι η φωνή αυτών των λίγων ανθρώπων -σε σχέση με τους πολλούς που εμπιστεύτηκαν τους επιστήμονες- ακούστηκε αίφνης πολύ δυνατά, πολλαπλασιάστηκε η δύναμή της μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και δεν μπορούσε να αγνοηθεί γιατί οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι αποτελούσαν κρίκους στην αλυσίδα μετάδοσης της λοίμωξης CΟVID. Οι ίδιες φωνές για τους ψεκασμούς δεν εγκυμονούσαν κίνδυνο», εξηγεί ο κ. Μποζίκας.

Ασυνείδητα στους αρνητές του κορωνοϊού κυριαρχεί επίσης ο φόβος. «Είναι τόσο έντονο αυτό το συναίσθημα που μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στις ακριβώς αντίθετες αντιδράσεις. Συμπεριφέρονται σαν να μη φοβούνται. Επιχειρούν έτσι να αποτάξουν το κακό, την ασθένεια δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση», εξηγεί ο ψυχίατρος.

Ωστόσο, εκτός από την ψυχολογική ερμηνεία, ο καθηγητής Ψυχιατρικής επισημαίνει άλλους δύο παράγοντες που ηταν καταλυτικοί στο να παραμείνει έστω και χαμηλό το κύμα αμφισβήτησης της επιστήμης. Ο πρώτος είναι η έλλειψη εκπαίδευσης και κουλτούρας των Ελλήνων σε θέματα δημόσιας υγείας – αρκεί να θυμηθούμε πόσο αντισταθήκαμε στην απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους και πόσο χαμηλές επιδόσεις έχουμε σε θέματα σωστής διατροφής και άσκησης. Ο δεύτερος σχετίζεται και πάλι με τα μειωμένα αντανακλαστικά μας σε θέματα κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης.

Ελλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος και αστοχίες των επιστημόνων

Ενα πολυπαραγοντικό φαινόμενο βρίσκεται σε εξέλιξη, σύμφωνα με τον καθηγητή Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής Κρήτης Νικόλαο Τζανάκη. Οι αρνητές εντοπίζονται και σε άλλες χώρες, ωστόσο στην Ελλάδα, συμφωνα με τον ειδικό, το ποσοστό τους είναι μεγαλύτερο, με τη δυσπιστία και την καχυποψία απέναντι στο κράτος και τις υπηρεσίες του αλλά και την τυφλή πίστη στην Εκκλησία να επιδρούν καταλυτικά.

«Καταρχάς είναι δεδομένο και φυσιολογικό όσο ο άνθρωπος απομακρύνεται από το οικείο και κατακτά τεχνολογική και επιστημονική υπερ-ανάπτυξη, να αρχίζει να αποκτά ανασφάλεια και φοβία κατά πόσο όλα αυτά είναι για το καλό του. Η ανάπτυξη του εμβολίου για τον κορωνοϊό, για παράδειγμα, έλαβε κυρίως οικονομικές προεκτάσεις για το κέρδος των εταιρειών ή ακόμη και για τον έλεγχο του πληθυσμού», λέει ο καθηγητής.

Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, προσθέτει, οι αρνητές της επιστήμης βρήκαν πρόσφορο έδαφος, «καθώς η μεγάλη ελλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος, στις υπηρεσίες του και τις παροχές έθρεψαν και το κίνημα των αρνητών. Οι αστοχίες κυβερνητικών παραγόντων σε συνδυασμό με εκείνες των εκπροσώπων της επιστήμης ήρθαν να ενισχύσουν αυτό το φαινόμενο και τους εκφραστές του. Δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι ακούστηκαν φωνές επιστημόνων που βοήθησαν τις φωνές των αρνητών να δυναμώσουν με τη σύγχυση που δημιουργούσαν και τον μη επιστημονικό λόγο που διατύπωναν».

Ο ρόλος του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης βοήθησε σημαντικά τη μετάδοση των θέσεων των αρνητών. Ενώ, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Πνευμονολογίας, «επιβαρυντικός ήταν ο ρόλος φανατικών στην πολιτική και στην Εκκλησία που παρότι λαϊκίζουν συχνά, στην προκειμένη περίπτωση ήταν επικίνδυνοι γιατί απέτρεψαν ανθρώπους να εμβολιαστούν, να προστατευτούν. Η συντριπτική πλειονότητα της Εκκλησίας έχει ταχθεί αναφανδόν υπέρ του εμβολιασμού. Ωστόσο, αρκούσε το μικρό ποσοστό των πνευματικών και των μικρομεσαίων ιερέων για να δημιουργήσει πρόβλημα σε κάποιες περιοχές», λέει χαρακτηριστικά.

Με βάση την εμπειρία του στην Πνευμονολογική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, ο κ. Τζανάκης σημειώνει ότι «οι περισσότεροι από τους φερόμενους ως αρνητές στη συνάντησή τους με τον κορωνοϊό άλλαξαν. Δεν αλλάζουν όσοι κινούνται από αμιγώς ιδιοτελή πολιτικά ή θρησκευτικά κίνητρα και όσοι έχουν κάποιο υπόβαθρο ψυχικής νόσου».

 

Ο φόβος για το άγνωστο, η αίσθηση ότι βαδίζουμε στο κενό συχνά εξηγεί και τη στάση πολλών αρνητών των εμβολίων και της πανδημίας.

 

Αντίσταση στους θεσμούς, στους κανόνες και το άγνωστο

«Κάθε περίοδος κρίσης εξ ορισμού συνοδεύεται από παραπλανητικές θεωρίες, οι οποίες εξαπλώνονται με ευκολία εξαιτίας της εγγενούς ροπής του ανθρώπου προς τη συνωμοσιολογία και της ανθρώπινης ανάγκης για εξήγηση του τυχαίου», επισημαίνει η κοινωνιολόγος, σύμβουλος Ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια και πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων Ευαγγελία Τσαπατσάρη.

«Ωστόσο, η αντίσταση στον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού έφερε στην επιφάνεια τη γενικότερη στάση του ατόμου απέναντι στις πιθανές επεμβάσεις της Ιατρικής στην προσωπική του υγεία. Διαπιστώσαμε ότι ο βαθμός της αποδοχής ή απόρριψης αυτών των επεμβάσεων ποικίλλει έντονα από άτομο σε άτομο και σε κάθε κοινωνία», διαπιστώνει.

Το φαινόμενο θέτει έντονους προβληματισμούς σε πολλαπλά επίπεδα. «Είναι ο αντι-εμβολιασμός μία μόνο όψη ενός γενικότερου συνδρόμου με τα χαρακτηριστικά της αμφισβήτησης της επιστήμης, της αντίστασης στους θεσμούς, της απόρριψης του κανόνα και της πρόσληψης της προόδου ως εισβολής στον ψυχο-πνευματικό κόσμο του ατόμου; Αυτό είναι το ερώτημα που προκύπτει», κατά την κοινωνιολόγο.

Ο φόβος για το άγνωστο εξηγεί και τη στάση των αρνητών της πανδημίας: «Οταν το μυαλό μάς δίνει εντολές να προχωρήσουμε σε κάτι, θέλουμε αυτομάτως να γνωρίζουμε “τι μας περιμένει εκεί”. Με αυτόν τον τρόπο ασυναίσθητα νιώθουμε μια σιγουριά, ότι “το ελέγχουμε”. Οταν όμως μπροστά μας βρίσκεται το άγνωστο, νιώθουμε μετέωροι και φοβισμένοι, σαν να πατάμε στο κενό, σαν να βαδίζουμε σε ένα δρόμο χωρίς να βλέπουμε πού συνεχίζει και πού τελειώνει».

«Oι άνθρωποι που ανήκουν στο αντι-εμβολιαστικό κίνημα είναι περισσότερο διατεθειμένοι να πιστεύουν σε συνωμοσίες, να αισθάνονται επαναστατικοί ή διαφορετικοί. Τείνουν να είναι καχύποπτοι προς τις φαρμακευτικές παρεμβάσεις και απολαμβάνουν επίσης διαφορετική αίσθηση επειδή έχουν μειοψηφική άποψη. Η πίστη σε θεωρίες συνωμοσίας είναι απόρροια της βαθύτερης ανάγκης κάποιων να νιώθουν ξεχωριστοί», περιγράφει τα βαθύτερα χαρακτηριστικά όσων αμφισβήτησαν και αμφισβητούν την πανδημία η πρόεδρος του Συλλόγου Ελλήνων Κοινωνιολόγων.

 

Το θέμα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ygeiamou τεύχος νο7 που κυκλοφόρησε με το ΘΕΜΑ της Κυριακής 22/5/2022