Τα αποτελέσματα ενός παγκόσμιου ερευνητικού προγράμματος, με επικεφαλής την Eva Pressman M.D. και τον Δρ. Tim Dye του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Rochester, δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη στην επιστήμη είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας που καθορίζει το αν κάποιο άτομο αποφασίσει να κάνει το εμβόλιο κατά της COVID-19.

Οι εμβολιασμοί στην Ελλάδα ενώ ξεκίνησαν αρκετά διστακτικά, καταγράφοντας περίπου 400 την ημέρα τον πρώτο μήνα που ξεκίνησαν, το Δεκέμβριο του 2020, πολύ σύντομα έφτασαν στο σημείο η χώρα να μετρά σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ 7.144.996 πλήρως εμβολισμένους πολίτες, από το σύνολο των 10.678.632 μόνιμων κατοίκων της χώρας. Από αυτούς περίπου τα 2.647.835 πολιτών της (μέχρι και την ώρα που γράφεται το παρόν άρθρο) δεν έχουν εμβολιαστεί ούτε με μία δόση των εμβολίων. 

Στις αρχές του 2022 το 9% των Ελλήνων – δηλαδή σχεδόν ο ένας στους δέκα – αποκλείουν να κάνουν το εμβόλιο, ενώ το 8% εμφανίζονται ακόμη διστακτικοί (απαντώντας μπορεί ναι/μπορεί όχι). Συνολικά το ποσοστό όσων αρνούνται ή διστάζουν, κινείται στο 17% όπως προκύπτει από την τελευταία έρευνα της Focus Bari | YouGov, που είδε το φως της δημοσιότητας.

Η ανάπτυξη των εμβολίων για την COVID-19 αποτέλεσε ένα αξιοσημείωτο επιστημονικό επίτευγμα και υπάρχει ευρεία συναίνεση ανάμεσα στους κυβερνώντες, τους ειδικούς επιστήμονες και την υγειονομική κοινότητα ότι ο εκτεταμένος εμβολιασμός είναι το κλειδί για τη μείωση της θνησιμότητας και της επιβάρυνσης από τη νόσο. Παρόλα αυτά, ακόμα και έναν χρόνο μετά την πρώτη έγκριση κυκλοφορίας του πρώτου εμβολίου κατά της COVID-19, υπάρχει μία μερίδα ανθρώπων που επιλέγει να μην το κάνει.

Η κατανόηση των υποκείμενων πηγών της διαστακτικότητας αυτής ως προς το εμβόλιο αποτελεί σημαντική προτεραιότητα για τη δημόσια υγεία, όσο η πανδημία του κορωνοιού συνεχίζει και επηρεάζει τη ζωή μας. Η Δρ Pressman και ο  Δρ Dye, και οι δύο καθηγητές στο Τμήμα Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο URMC, ηγήθηκαν μιας ομάδας ερευνητών που ανέλυσαν τα δεδομένα από διαδικτυακές έρευνες που διεξήχθησαν κατά τα αρχικά στάδια της πανδημίας την άνοιξη του 2020. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν προσφάτως στο BMJ Open.

Τα εμβόλια κατά της COVID-19 δεν ήταν διαθέσιμα κατά την περίοδο εκείνη, αλλά υπό ανάπτυξη. Οι συμμετέχοντες προσλήφθηκαν μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης και ειδικότερα μέσα από το Facebook και το Instagram και οι έρευνες μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά. Οι απαντήσεις που συλλέχθησαν ήρθαν από περισσότερους από 7.400 συμμετέχοντες και 173 διαφορετικές χώρες.

Ένας από τους βασικούς στόχους ήταν να κατανοηθεί η σχέση μεταξύ μεταξύ της αποδοχής ή διστακτικότητας στους θεσμούς – επιστήμη, κυβέρνηση και υγειονομική περίθαλψη- που θα έπαιζαν βασικό ρόλο στο να πεισθεί το κοινό να εμβολιαστεί. Η έρευνα βρήκε πως η πίστη στην επιστήμη δηλαδή στην ικανότητα της βιοιατρικής έρευνας να παράγει ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο είχε τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη λήψη αποφάσεων για τον εμβολιασμό. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η αποδοχή του εμβολιασμού ήταν υψηλότερη σε νεότερες ηλικίες – κάτω των 32 ετών και σε εκείνους που είχαν υψηλό μορφωτικό υπόβαθρο. Επιπλέον, οι άνθρωποι που δήλωσαν ότι δεν θα κάνουν το εμβόλιο είναι επίσης εκείνοι που δεν τηρούν την κοινωνική αποστασιοποίηση ή την παραμονή στο σπίτι και κατέγραψαν μικρότερη κοινωνική υποστήριξη από φίλους, οικογένεια και περίγυρο.

Το χάσμα της εμπιστοσύνης στην επιστήμη έχει πολλές εξηγήσεις σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας. Ο επιστημονικός αλφαβητισμός παίζει σημαντικό ρόλο ενώ η διεξαγωγή της επιστήμης απαιτεί γενικά χρόνο και οι μελέτες έχουν συχνά περιορισμούς. Αυτοί είναι σχεδόν και οι λόγοι που αναπτύσσονται θεωρίες συνωμοσίας και παραποιήσεις. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη πολιτική είναι επίσης ευάλωτη στην πολιτικοποίηση  και σε πολλές κοινωνίες υπάρχει ιστορικό έλλειψης εμπιστοσύνης  στην επιστήμη λόγω κακής χρήσης.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς η αντιμετώπιση της αντίστασης στον εμβολιασμό βασίζεται στην ενίσχυση της επικοινωνίας για την καλύτερη εξήγηση της επιστήμης και των πολιτικών επιλογών σε ανομοιογενή κοινά.

«Η σαφής και προσεκτική επιστημονική επικοινωνία είναι υψίστης σημασίας για την μετάδοση της υποστήριξης των των επιστημονικά τεκμηριωμένων πολιτικών»

Οι συγγραφείς της έρευνας τέλος συνιστούν να χρησιμοποιηθούν κοινοτικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις όπως ο Ερυθρός Σταυρός με σκοπό να βοηθήσουν στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης του κοινού στα εμβόλια κατά της COVID-19.

 

Διαβάστε επίσης:

Κορωνοϊός: Πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια mRNA σε ανοσοκοκατεσταλμένους

Κορωνοϊός – Εμβόλια mRNA: Εννέα πράγματα που πρέπει όλοι να γνωρίζουμε

Κορωνοϊός – Εμβόλια: Οι παρενέργειες της τρίτης δόσης