Πρόσφατη έρευνα δημοσιευμένη στο περιοδικό της Αμερικανικής Εταιρείας Μικροβιολογίας, ανέδειξε ότι ο συνδυασμός της φυσικής λοίμωξης και του εμβολιασμού μπορούν να «χτίσουν» μια πιο ισχυρή άμυνα ακόμα και σε νεότερες παραλλαγές του ιού. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι άνθρωποι που νόσησαν από τον κορωνοϊό και στη συνέχεια έκαναν και τις δύο δόσεις του εμβολίου, έχουν αντισώματα υψηλής ποιότητας που μπορούν να δράσουν κατά των παραλλαγών της πρωτεϊνης ακίδας. 

Ένας λόγος άλλωστε που η πανδημία εξακολουθεί να απασχολεί ακόμα τον πλανήτη είναι οι παραλλαγές στην πρωτεϊνη ακίδα του κορωνοϊού, γεγονός που βοηθά τον ιό να εισέλθει στα κύτταρα του ξενιστή. Η παραλλαγή Omicron, μάλιστα, εμφανίζει μεγάλο αριθμό μεταλλάξεων, εκ των οποίων οι 22 εντοπίζονται στην πρωτεΐνη ακίδα του ιού και οι 10 στην περιοχή πρόσδεσής του με τον υποδοχέα των κυττάρων. Επομένως, η φύση του ιού αλλάζει, με αποτέλεσμα τα αντισώματα που αναπτύχθηκαν μετά από μια πρώιμη μόλυνση ή μετά από τον εμβολιασμό να μην προστατεύουν επαρκώς από τις νεότερες αναδυόμενες παραλλαγές.

Η περιοχή δέσμευσης του υποδοχέα (RBD) της πρωτεϊνης ακίδας είναι αυτή που επιτρέπει στον ιό να εισέλθει στα κύτταρα του ξενιστή. Αυτή η περιοχή είναι κι ένας βασικός στόχος για τα αντισώματα, όμως οι μεταλλάξεις που πραγματοποιούνται σε αυτή την περιοχή σημαίνει ότι είναι ένας «κινούμενος» στόχος που συνεχώς αλλάζει.

Στη νέα μελέτη, ο Δρ Otto Yang, ανοσολόγος και γιατρός στην Ιατρική Σχολή David Geffen στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια του Λος Άντζελες και οι συνεργάτες του έκαναν μια σύγκριση μεταξύ των αντισωμάτων κατά της περιοχής δέσμευσης του υποδοχέα (RBD) στο αίμα των συμμετεχόντων με την ικανότητα των αντισωμάτων να εξουδετερώνουν τον ιό.

Για όσους ασθενείς δεν είχαν μολυνθεί αλλά είχαν εμβολιαστεί με μία ή δύο δόσεις, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα αντισώματα δρούσαν λιγότερο αποτελεσματικά ενάντια στις διάφορες μεταλλάξεις (όπως η Βήτα και η Γάμα) σε σύγκριση με την αρχική γενετική αλληλουχία που κωδικοποιήθηκε για τη δημιουργία του εμβολίου. Ομοίως, όταν οι ερευνητές ανέλυσαν δείγματα αίματος από άτομα που είχαν μολυνθεί με τον κορωνοϊό πριν από τον Μάιο του 2020 -προτού δηλαδή ανακύψουν οι επόμενες γνωστές παραλλαγές- είχαν μειωμένη ισχύ έναντι νεότερων παραλλαγών σε σύγκριση με το αρχικό στέλεχος.

Τα αποτελέσματα τους όμως διέφεραν αρκετά για όσους είχαν μολυνθεί πριν από το Μάιο του 2020 και, έπειτα από ένα χρόνο εμβολιάστηκαν. Σε αυτά τα άτομα, οι ερευνητές ανακάλυψαν αντισώματα που δεν έχαναν την αποτελεσματικότητά τους έναντι της αρχικής αλληλουχίας – αλλά ήταν εξίσου ισχυρά έναντι νέων παραλλαγών. Ο Yang μάλιστα σημειώνει ότι αυτά τα αποτελέσματα συγκαταλέγονται με παρόμοια ευρήματα, τα οποία αποδεικνύουν επίσης αντισώματα υψηλής ποιότητας σε άτομα που είχαν μολυνθεί και εμβολιαστεί.

Μελέτες όπως αυτή που αποδεικνύουν ότι αλλάζει η ποιότητα των αντισωμάτων θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους ερευνητές να βελτιώσουν τη σύνθεση των εμβολίων, αλλά και να είναι προετοιμασμένοι κατάλληλα για τον επόμενο παθογόνο οργανισμό που θα εμφανιστεί, σύμφωνα με τον Δρ Yang.

Διαβάστε επίσης

Κορωνοϊός: Πώς εξελίσσεται η ανοσία μετά τον εμβολιασμό – Πόσο διαρκούν τα αντισώματα

Κορωνοϊός – Ανοσία: Ποιοι θα κάνουν αντισώματα για μια ζωή