Την καίρια σημασία της καλής καρδιαγγειακής υγείας στην πρόληψη της εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 για τα άτομα μέσης ηλικίας, ανεξαρτήτως της όποιας γενετικής προδιάθεσης, υποδεικνύει νέα μελέτη του Τμήματος Επιδημιολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Εράσμους του Ρότερνταμ στην Ολλανδία.

Η νέα έρευνα παρουσιάστηκε κατά τις εργασίες του συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) που διεξήχθη φέτος διαδικτυακά λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Τα διαθέσιμα δεδομένα για τη συσχέτιση μεταξύ της κατάστασης της καρδιαγγειακής υγείας και του υπολειπόμενου κινδύνου εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 είναι λιγοστά. Πέραν αυτού, παραμένει ασαφές εάν η γενετική προδιάθεση για τον διαβήτη τύπου 2 επιδρά τροποποιητικά στο πώς η καρδιαγγειακή υγεία μπορεί να επηρεάσει τις πιθανότητες ενός ατόμου να εκδηλώσει διαβήτη κατά τη διάρκεια της ζωής του.

Για τις ανάγκες της σχετικής έρευνας, η επιστημονική ομάδα άντλησε δεδομένα από την προοπτική πληθυσμιακή Μελέτη του Ρότερνταμ για να καθορίσει μία βαθμολογική κλίμακα καρδιαγγειακής υγείας των συμμετεχόντων, με το 0 να αντιστοιχεί στη χειρότερη καρδιαγγειακή υγεία και το 12 στη βέλτιστη.

Οι βαθμίδες υπολογίστηκαν βάσει μετρήσεων του δείκτη μάζας σώματος, της αρτηριακής πίεσης, της ολικής χοληστερόλης, του καπνίσματος ή μη, της διατροφής και της σωματικής δραστηριότητας κατά την έναρξη της μελέτης. Ακολούθως, οι μετέχοντες εντάχθηκαν σε μία από τις εξής τρεις κατηγορίες ανάλογα με τη «βαθμολογία» που συγκέντρωσαν: κακή (βαθμολογία 0-5), ενδιάμεση (6-7) και ιδανική (8-12).

Η γενετική προδιάθεση για τον διαβήτη τύπου 2 ποσοτικοποιήθηκε με τη μέθοδο της Βαθμολογίας Γενετικού Κινδύνου (GRS) στη βάση 403 κοινών γενετικών παραλλαγών που έχει αναγνωριστεί μέχρι στιγμής πως ενέχονται στον προσδιορισμό της σχετικής ευαισθησίας.

Στη συνέχεια, οι μετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες ίσου μεγέθους βάσει της βαθμολογίας γενετικού κινδύνου του καθενός –ομάδες χαμηλού, μεσαίου ή υψηλού γενετικού κινδύνου.

Η συχνότητα εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 στο δείγμα της μελέτης κατά τη διάρκεια περιόδου παρακολούθησης 17,8 ετών χρησιμοποιήθηκε από τους ερευνητές για να εκτιμήσουν τον υπολειπόμενο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη στις ηλικίες των 55, 65 και 75 ετών για κάθε «σκορ» καρδιαγγειακής υγείας. Περαιτέρω ανάλυση πραγματοποιήθηκε για την εκτίμηση του υπολειπόμενου κινδύνου βάσει του βαθμού γενετικής προδιάθεσης.

Εξετάστηκε συνολικά δεδομένα για 5993 άτομα που δεν έπασχαν από διαβήτη κατά την έναρξη της μελέτης (η μέση ηλικία τους ήταν τα 69,1 έτη και το 58% γυναίκες). Εξ αυτών 2020 (33,7%) ανήκαν στη βαθμίδα της ιδανικής καρδιαγγειακής υγείας, 2605 (43,5%) στην ενδιάμεση κατάσταση και 1368 (22,8%) είχαν ταξινομηθεί στην ομάδα της κακής καρδιακής υγείας. Συνολικά 869 συμμετέχοντες εκδήλωσαν διαβήτη τύπου 2 κατά την περίοδο παρακολούθησης των 17,8 ετών της μελέτης.

Οι συγγραφείς διαπίστωσαν ότι στην ηλικία των 55 ετών, ο υπολειπόμενος κίνδυνος για την εμφάνιση διαβήτη ήταν 22,6% για άτομα με βέλτιστη καρδιαγγειακή υγεία, 28,3% για ενδιάμεση και 32,6% για κακή.

Για τα άτομα που ανήκαν στις τρεις βαθμίδες γενετικής προδιάθεσης, οι ερευνητές υπολόγισαν ακολούθως τον υπολειπόμενο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη στην ηλικία των 55 ετών βάσει της κατάστασης της καρδιαγγειακής τους υγείας. Εκείνοι με τον υψηλότερο γενετικό κίνδυνο είχαν πιθανότητα 23,5% να εμφανίσουν διαβήτη εάν η υγεία της καρδιάς τους ήταν πολύ καλή, 33,7% εάν ήταν ενδιάμεση και 38,7% εάν ήταν κακή.

Στην ηλικία των 55 ετών, η καλύτερη καρδιαγγειακή υγεία συσχετίστηκε με χαμηλότερο υπολειπόμενο κίνδυνο εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 και το γεγονός αυτό δεν αντισταθμίστηκε από τη γενετική προδιάθεση, συνοψίζουν οι ερευνητές.

Διαβάστε επίσης

Διαβήτης: Έτσι μπορεί να ρυθμιστεί χωρίς φάρμακα

Διαβήτης: Τι να αυξήσουμε στη διατροφή μας για να τον κρατήσουμε μακριά μας

Διαβήτης: Η απλή κίνηση που τον αποτρέπει και τον αναστρέφει – Όλοι μπορούν να την κάνουν