Με αμείωτο ρυθμό συνεχίζουν οι επιστήμονες την προσπάθεια να αντιμετωπίσουν στοχευμένα τον νέο κορωνοϊό και τη νόσο Covid-19 με τα βέλη της θεραπευτικής τους φαρέτρας. Η χορήγηση πλάσματος ασθενών που νόσησαν, ανάρρωσαν και έχουν αναπτύξει αντισώματα σε ασθενείς που νοσηλεύονται με λοίμωξη Covid-19 θεωρείται μία από τις πιο ασφαλείς και ελπιδοφόρες θεραπευτικές προσεγγίσεις που έχουν στη διάθεσή τους οι ειδικοί. Άλλωστε αποτελεί και την παλαιότερη θεραπεία έναντι λοιμώξεων από ιούς γενικώς αλλά και έναντι του κορωνοϊού SARS.

Περισσότερες από 60 μελέτες με χορήγηση πλάσματος έναντι της λοίμωξης του κορωνοϊού SARS-COV-2 διεξάγονται πλέον σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και μία μελέτη με ελληνική υπογραφή, εκείνη του πρύτανη του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), κ. Θάνου Δημόπουλου. Ήδη επτά ασθενείς -από τους συνολικά 60 σοβαρά νοσούντες που προβλέπει το πρωτόκολλο της μελέτης- έχουν λάβει τις τελευταίες τρεις εβδομάδες τη θεραπεία με πλάσμα στη χώρα μας.

Μία εκ των επτά αυτών ασθενών, η κυρία Μαριάννα Λεοπούλου, γιατρός στο Νοσοκομείο «ΕΛΠΙΣ» μίλησε αποκλειστικά στο «ΘΕΜΑ» για τη δραματική εμπειρία της νόσησης και της νοσηλείας με λοίμωξη COVID-19 αλλά και την ελπιδοφόρα θεραπεία με πλάσμα την οποία έλαβε, δεχόμενη να ενταχθεί στην κλινική μελέτη που πραγματοποιείται από το ΕΚΠΑ, μεταξύ άλλων νοσοκομείων, στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός».

Η συνομιλία πραγματοποιήθηκε εξ αποστάσεως, όχι λόγω των νέων μέτρων προστασίας που επιβάλλει η κανονικότητα μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας, αλλά γιατί η κυρία Λεοπούλου παραμένει σε απομόνωση κατ’ οίκον μέχρι να ολοκληρωθεί η παρακολούθησή της και να βγει αρνητικό και το δεύτερο μοριακό τεστ για τον κορωνοϊό.

Η 28χρονη, η οποία βρίσκεται στο τρίτο έτος της ειδικότητας της, στην Καρδιολογία, περιγράφει με ήρεμη, σταθερή φωνή, ό,τι βίωσε από τις αρχές Μαΐου ως ασθενής με κορωνοϊό αλλά ιδίως τη συμμετοχή της στην πρωτοποριακή κλινική μελέτη. Και ξεκαθαρίζει πως όσα μοιραστεί τόσο ως ασθενής όσο και ως γιατρός, θα τα μοιραστεί με την ακράδαντη πίστη ότι «θα επηρεάσουν θετικά, θα συμβάλλουν στην πρόοδο της επιστήμης, της θεραπείας, της αντιμετώπισης του κορωνοϊού. Τα αποτελέσματα των μελετών με το πλάσμα είναι ενθαρρυντικά. Και θεωρώ ότι πρέπει να ακούγονται, να επικοινωνούνται οι δράσεις, οι πράξεις που αναδεικνύουν την αξία της έρευνας. Για μένα είναι ανακουφιστικό και μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση να ξέρω ότι μπόρεσα να συνεισφέρω στο μεγάλο αυτό θέμα των μελετών. Ότι και με τη δική μου ένταξη στο πρωτόκολλο παράγεται ένα αποτέλεσμα που μπορεί να ωφελήσει πολύ κόσμο και να λειτουργήσει θεραπευτικά σε μια νόσο πολυπαραγοντική, που χτυπά και διαλύει τα συστήματα του οργανισμού. Κι ελπίζω να έχει θετική απήχηση και επίδραση και να ενισχύσει όλες τις προσπάθειες που γίνονται».

Είναι βέβαιον πως όταν η κυρία Λεοπούλου ενημερωνόταν από δημοσιεύματα για τις κλινικές μελέτες για τη θεραπεία της λοίμωξης COVID-19 με πλάσμα που γίνονταν σε διάφορες χώρες, δεν φανταζόταν ότι η ίδια θα είχε οποιαδήποτε ανάμιξη σε αυτές ούτε ως επιστήμονας -παρότι κινείται στο ερευνητικό πεδίο- ούτε φυσικά ως ασθενής. Η ειδικευόμενη καρδιολόγος ήταν «παρούσα» στο καθηκοντολόγιό της στο ΕΛΠΙΣ, στις εφημερίες και τις ανάγκες της καρδιολογικής κλινικής όπως πάντοτε από τον περασμένο Οκτώβριο που ξεκίνησε το δεύτερο κομμάτι της ειδικότητας (είχε προηγηθεί διετή εκπαίδευση στην παθολογία στο Ναυτικό Νοσοκομείο).

Η κλινική μελέτη

«Στις 26 Μαΐου υποβλήθηκα στην τελευταία θεραπεία πλάσματος. Τη διαδικασία συντόνισε η κυρία Μαρία Παγώνη, διευθύντρια στην κλινική Αιματολογική-Λεμφωμάτων και στη Μονάδα Μεταμόσχευσης Μυελού των Οστών. Έγιναν, όπως προβλέπεται από το σχετικό πρωτόκολλο, τρεις εγχύσεις πλάσματος, μέσα σε διάστημα πέντε ημερών, την 1η, 3η και την 5η ημέρα, κάθε μια διαρκούσε 30-40 λεπτά. Η παρακολούθησή μου από τους γιατρούς του «Ευαγγελισμού» ήταν εντατική και συνέβαλε στο να μειώνεται η αγωνία που είχα για την πορεία της υγείας μου» λέει στο «ΘΕΜΑ» η κυρία Λεοπούλου. Σύμφωνα με το ΕΚΠΑ, έχουν ελεγχθεί 193 άνθρωποι που ανάρρωσαν από τη λοίμωξη και έχουν δώσει πλάσμα οι 51. Το πλάσμα ελέγχεται από το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας και γίνεται έλεγχος συμβατότητας και διασταύρωσης προκειμένου να χορηγηθεί στους λήπτες. Το γεγονός ότι η ασθενής Λεοπούλου -μία από τους μόλις πέντε ασθενείς που νοσηλευόταν εκείνο το διάστημα στην κλινική COVID-19 στον 6ο όροφο του «Ευαγγελισμού»- ήταν γιατρός ενδεχομένως διευκόλυνε τους θεράποντες ιατρούς, τους συναδέλφους της, στη διαδικασία ενημέρωσης για την κλινική μελέτη για τη θεραπεία με πλάσμα που είχε ξεκινήσει και στην Ελλάδα.

«Ενημερώθηκα ότι τρέχει το πρωτόκολλο για αυτή τη μελέτη από το Πανεπιστήμιο Αθηνών την δεύτερη ημέρα της νοσηλείας μου. Προφανώς λόγω της ιδιότητας μου ήμουν σε θέση να καταλάβω το πρωτόκολλο. Εισέπραξα μεγάλο σεβασμό και ως ασθενής και ως γιατρός. Εισέπραξα ως ασθενής αυτό που θα ήθελα και προσπαθώ να δίνω ως γιατρός. Οι γιατροί απευθύνθηκαν σε όλες μου τις αγωνίες, απάντησαν σε όλες μου τις απορίες, κάλυψαν τις ανασφάλειες μου. Μέσω της θεραπείας με πλάσμα, που έχει εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις ιογενών λοιμώξεων, οι στόχοι ήταν τρεις: η ταχύτερη ίαση, η αποφυγή περαιτέρω επιπλοκών και η επίτευξη ανοσίας» περιγράφει η κυρία Λεοπούλου.

Η προσωπική διαδρομή της νεαρής γιατρού ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου. Η λήξη της καραντίνας και των περιοριστικών μέτρων συνέπεσε χρονικά με τη δική της έκθεση στον κορωνοϊό και τη μόλυνσή της. «Εκδηλώθηκαν όλα τα συμπτώματα που μέχρι τότε άκουγα και διάβαζα. Πονοκέφαλος, πυρετός μέχρι 38,1, μυαλγία, κακουχία, ανοσμία, αγευσία. Έκανα το τεστ και βγήκε θετικό. Από την ιχνηλάτηση των επαφών μου δεν προέκυψε από πού είχα κολλήσει. Τέθηκα αμέσως σε καραντίνα κατ’ οίκον και ξεκίνησα φαρμακευτική αγωγή με υδροξυχλωροκίνη και αζιθρομυκίνη. Ήταν 13 Μαΐου. Κι όση αγωνία είχα για την δική μου υγεία, άλλο τόσο αγωνιούσα μήπως έχει μολυνθεί κάποιος ασθενής ή συνάδελφος στο ΕΛΠΙΣ» ανατρέχει η 28χρονη στις δύσκολες στιγμές της επιβεβαίωσης ότι είναι θετική στον κορωνοϊό.

Κι ενώ η κατάσταση εξελίχθηκε ιδανικά σε ό,τι αφορά τις επαφές, επαγγελματικές και προσωπικές, της νεαρής γιατρού, καθώς δεν καταγράφηκε καμία μετάδοση και μόλυνση, δεν συνέβη το ίδιο με την έκβαση της δικής της υγείας. Αρχικά φαινόταν βελτίωση κι ο πυρετός είχε υποχωρήσει, ωστόσο την έκτη ημέρα επανεμφανίστηκε. Υποβλήθηκε σε ακτινογραφία η οποία έδειξε στοιχεία πνευμονίας. Η εισαγωγή της στον «Ευαγγελισμό» ήταν άμεση. «Είχα έντονη κακουχία, κόπωση, πυρετό, αλλά όχι δύσπνοια» περιγράφει, υπενθυμίζοντας τα άγνωστα στοιχεία της ύπουλης νόσου αλλά και τους κινδύνους που κρύβει. «Φοβήθηκα, ναι. Έχω πίστη στον Θεό και στην επιστήμη αλλά φοβήθηκα. Ήμουν συνεχώς μόνη μου όπως επέβαλλε το πρωτόκολλο διαχείρισης του ασθενούς. Όμως ως γιατρός γνώριζα τις πιθανές παραμέτρους, τις επιπλοκές. Και ξέρετε ότι μπορεί οι γιατροί να εξελίσσονται στους χειρότερους ασθενείς. Προσπάθησα πολύ να μην γίνω. Ήταν μια στρεσόγονος περίοδος, μια δύσκολη εμπειρία. Δεν ήξερα πως θα εξελιχθεί η δική μου υγεία, η νόσος έχει δείξει πως είναι απρόβλεπτη. Και με τρομάζει το ενδεχόμενο ότι μπορεί να την ξαναπεράσω, να μην έχω ανοσία» λέει.

Θεωρεί πως ως γιατρός οφείλει να είναι ατρόμητη και ψύχραιμη εμπρός στους ασθενείς αλλά ως άνθρωπος δεν γίνεται να είναι άτρωτη. Γι’ αυτό και παραδέχεται τα αρνητικά συναισθήματα που τής γεννά η πανδημία. «Το 2009 που είχε κηρυχθεί πανδημία, τελείωνα τις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή μου στην Ιατρική. Με απασχολούσε αλλά ήταν πιο ήπια η κατάσταση σε σύγκριση με την τωρινή. Πάντως, δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα βιώσω την ασθένεια μιας πανδημίας» αναφέρει. Τονίζει πως «ως εργαζόμενη στο ΕΣΥ γνώριζε την ποιότητα των γιατρών όπως και όλων των επαγγελματιών που μας βοηθούν στο έργο μας στα νοσοκομεία. Όμως η πανδημία μας βοήθησε να δούμε καθολικά τη δύναμη του ΕΣΥ».

Η 28χρονη γιατρός περιμένοντας να ολοκληρωθεί η παρακολούθησή της από τους γιατρούς του «Ευαγγελισμού», διαβάζει και βλέπει ταινίες. Ανυπομονεί όμως, όπως λέει, να επιστρέψει στην εργασία της, στο κλινικό και ερευνητικό έργο. Θεωρούσε σημαντικά όσα είχε καταφέρει αλλά και όσα σχεδίαζε για την ερευνητική πορεία της μετά την ιατρική ειδίκευση, πλέον όμως θεωρεί σημαντικότερο όλων την έξοδο της ανθρωπότητας από την πανδημία – και προς την κατεύθυνση αυτή η ίδια ως γιατρός θα συμβάλλει με όλες της τις δυνάμεις.