Στον εμβολιασμό των εγκύων γυναικών εστιάζουν οι ειδικοί Δημόσιας Υγείας της χώρας μας για να ανακοπούν οι επιπτώσεις από την έξαρση κοκκύτη που παρατηρείται το πρώτο δίμηνο του 2024. Ήδη το τρέχον έτος καταγράφεται τετραπλασιασμός των κρουσμάτων κοκκύτη σε σχέση με ολόκληρο το 2023, στο πλαίσιο σημαντικής αύξησης των περιστατικών και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η νόσος ήδη στοίχισε τη ζωή σε ένα νεογνό.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, είναι επιτακτική η ανάγκη πιστής τήρησης του εμβολιαστικού προγράμματος κατά του κοκκύτη και ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στον εμβολιασμό των εγκύων με μία δόση με σκοπό την προστασία των νεογνών, δεδομένου ότι πρόκειται για λοίμωξη επικίνδυνη κυρίως για τα βρέφη κάτω του ενός έτους και ιδιαίτερα όσων είναι κάτω των 3 μηνών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν όλοι οι θάνατοι σε χώρες της Ευρώπης έχουν καταγραφεί σε βρέφη μικρότερα των 3 μηνών.

Η χθεσινή ανακοίνωση του ΕΟΔΥ μοιράστηκε στις Ενώσεις των μαιευτήρων – γυναικολόγων, καθώς διαπιστώνεται ένα «κενό» εμβολιασμού των γυναικών που είναι έγκυες. Μάλιστα, ελληνική έρευνα σε δείγμα περίπου 500 γυναικών που πραγματοποιήθηκε το 2023 έδειξε ότι μόλις το 16,8% των εγκύων είχαν εμβολιαστεί κατά του κοκκύτη την περίοδο της εγκυμοσύνης τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΟΔΥ, στην Ελλάδα από τις αρχές του έτους 2024 έχουν καταγραφεί 34 κρούσματα κοκκύτη, ενώ κατά το έτος 2023 δηλώθηκαν συνολικά εννέα κρούσματα. Ανάμεσα στα εφετινά κρούσματα, συμπεριλαμβάνονται 17 παιδιά και έφηβοι, εκ των οποίων έξι αφορούν σε βρέφη ηλικίας κάτω του έτους, ενώ ένα νεογνό κατέληξε.

Πώς πρέπει να εμβολιάζονται βρέφη, παιδιά και ενήλικες

Η προστασία των βρεφών από σοβαρή νόσηση και θάνατο από κοκκύτη, αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους των προγραμμάτων εμβολιασμού. Ο έγκαιρος εμβολιασμός, από τον 2ο μήνα ζωής σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ), και η ολοκλήρωση του εμβολιασμού με όλες τις απαιτούμενες δόσεις εμβολίων των παιδιών και των ενηλίκων σύμφωνα με το ΕΠΕ αποτελεί βασικό μέτρο πρόληψης του κοκκύτη, όπως σημειώνουν οι ειδικοί του ΕΟΔΥ.

Πιο αναλυτικά σε σχέση με τον εμβολιασμό, ξεκινά από τον 2ο μήνα ζωής με μία δόση και ακολουθούν άλλες δύο δόσεις στη βρεφική ηλικία. Έπειτα, τα παιδιά κάνουν από μία δόση στον 2ο χρόνο ζωής, στα τέσσερά τους χρόνια και στα 11 χρόνια. Εκείνο που δε γνωρίζει το ευρύ κοινό είναι πως το εμβόλιο κατά του κοκκύτη πρέπει να επαναλαμβάνεται ανά δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του εμβολιασμού στην παιδική ηλικία.

Ο εμβολιασμός στην κύηση γίνεται κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης, ενώ είναι σημαντικός ο εμβολιασμός και των λεχωΐδων που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν έχει καμία σημασία εάν οι έγκυες γυναίκες εμβολιάστηκαν με τις απαραίτητες δόσεις κατά την παιδική τους ηλικία. Ο εμβολιασμός στη διάρκεια της κύησης έχει ως σκοπό την προστασία των νεογνών. Επίσης συστήνεται ο έγκαιρος εμβολιασμός όλων των μελών της οικογένειας που έρχονται σε επαφή με νεογνά και βρέφη (τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή), ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.

Η τωρινή έξαρση

Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο κοκκύτης όπως και άλλες λοιμώξεις του αναπνευστικού, εμφανίζουν εξάρσεις ανά τρία έως πέντε χρόνια, ακόμη και σε χώρες και περιοχές με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη. Η πανδημία του κορωνοϊού, όμως, φαίνεται πως λειτούργησε αρνητικά, καθώς δεν ανοσοποιήθηκαν εγκαίρως ορισμένες ηλικιακές ομάδες.

Στην Ελλάδα, την περίοδο 2004-2023 δηλώθηκαν μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης στο Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΕΟΔΥ συνολικά 519 κρούσματα κοκκύτη. Το 2021 δε δηλώθηκε κανένα κρούσμα κοκκύτη και το 2022 δηλώθηκε μόνο ένα κρούσμα. Η υποδήλωση, βέβαια, μπορεί να σχετίζεται με την πανδημία Covid-19.

Ο κοκκύτης ενδημεί σε όλο τον κόσμο και είναι σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας. Τα τελευταία χρόνια παγκοσμίως συμβαίνουν 50.000.000 περιπτώσεις κάθε χρόνο και 300.000 θάνατοι. Η θνησιμότητα στα παιδιά στα αναπτυσσόμενα κράτη φθάνει το 4%.

Τους τελευταίους μήνες, εκτός από τη χώρα μας, αρκετές άλλες χώρες της Ευρώπης καταγράφουν αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων κοκκύτη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Πρόκειται για τη Δανία, το Βέλγιο, την Κροατία, την Τσεχία, τη Νορβηγία, την Ισπανία, τη Σουηδία, το Μοντενέγκρο, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελβετία και τη Σερβία.

Η λοίμωξη και οι επιπλοκές

Ο κοκκύτης είναι οξεία μικροβιακή λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, οφείλεται στον αιμόφιλο του κοκκύτη (Bordetella pertussis) που είναι αρνητικό κατά Gram βακτηρίδιο.

Διακρίνονται 3 στάδια της νόσου:

-Το πρόδρομο ή καταρροϊκό που διαρκεί 1-2 εβδομάδες κατά τις οποίες ο ασθενής έχει καταρροϊκά φαινόμενα και άτυπο ερεθιστικό ξηρό βήχα αρχικά νυκτερινό.

-Το παροξυσμικό που διαρκεί 1-6 εβδομάδες και ο βήχας γίνεται προοδευτικά εντονότερος, επέρχεται κατά παροξυσμούς και παίρνει σπασμωδικό (κοκκυτικό) χαρακτήρα. Οι παροξυσμοί του βήχα φθάνουν κατά μέσο όρο τους 15 το 24ωρο. Χαρακτηριστικά μετά από βαθιά εισπνοή επέρχονται κατά την ίδια εκπνοή πολλές βηχικές ώσεις, τις οποίες ακολουθεί βαθιά, ηχηρή, συριγμώδης εισπνοή (εισπνευστικός συριγμός). Ο παροξυσμός περιλαμβάνει επεισόδια βήχα που διαδέχονται το ένα το άλλο με αυξανόμενη ένταση που συχνά τελειώνουν με εμετό. Στην αιχμή των παροξυσμών του βήχα προκαλείται άπνοια που οδηγεί σε κυάνωση η οποία παρέρχεται μετά από εισπνευστικό συριγμό.

-Το στάδιο της αποδρομής που διαρκεί 2-3 εβδομάδες και οι παροξυσμοί γίνονται ηπιότεροι και αραιότεροι και τελικά σταματούν. Ο πυρετός κατά τη διάρκεια της νόσου όταν υπάρχει είναι συνήθως ήπιος.

Οι επιπλοκές είναι συχνότερες στα βρέφη και τα εξασθενημένα παιδιά και αφορούν κυρίως το αναπνευστικό και το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Η συχνότερη επιπλοκή είναι η δευτεροπαθής πνευμονία η οποία αποτελεί και τη συχνότερη αιτία θανάτου. Στις ΗΠΑ η επίπτωση της πνευμονίας είναι 11,8% σε βρέφη ηλικίας <6 μηνών. Η κοκκυτική εγκεφαλοπάθεια είναι βαρύτατη επιπλοκή προσβάλλει κυρίως βρέφη και κλινικά προβάλει με σπασμούς, αταξία, εστιακά νευρολογικά συμπτώματα και κώμα. Συμβαίνει σε ποσοστό 0,1% των βρεφών <6 μηνών στις ΗΠΑ. Άλλες λιγότερο σοβαρές επιπλοκές του κοκκύτη περιλαμβάνουν μέση ωτίτιδα, ανορεξία και αφυδάτωση. Επίσης, λόγω της αυξημένης πίεσης δημιουργούνται κήλες, ρινικές επιστάξεις, πρόπτωση του ορθού και πνευμοθώρακας.