Η ανθεκτικότητα των βακτηρίων της σαλμονέλλας (Salmonella) και του καμπυλοβακτηριδίου (Campylobacter) στα ευρέως χρησιμοποιούμενα αντιμικροβιακά φάρμακα συνεχίζει να καταγράφεται συχνά σε ανθρώπους και ζώα, σύμφωνα με νέα έκθεση που εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC).

Ωστόσο, η συνδυασμένη αντοχή σε κρίσιμα σημαντικά αντιμικροβιακά για την ανθρώπινη ιατρική παραμένει πολύ χαμηλή, εκτός από ορισμένους τύπους Salmonella και Campylobacter coli σε κάποιες χώρες.

Επιπλέον, όπως σημειώνεται στην έκθεση, έχει αυξηθεί το ποσοστό των απομονώσεων του βακτηρίου Escherichia coli από ζώα που παράγουν τρόφιμα και παρουσιάζουν «πλήρη ευαισθησία» ή «μηδενική αντοχή» σε βασικά αντιμικροβιακά. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση του επιπολασμού των απομονώσεων E. coli που παράγουν ESBL ή AmpC – ένζυμα που μπορούν να καταστήσουν ορισμένα αντιβιοτικά αναποτελεσματικά – καταδεικνύει την πρόοδο στη μείωση της μικροβιακής αντοχής (AMR) στην E. coli από ζώα που παράγουν τρόφιμα σε διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Mike Catchpole, επικεφαλής επιστήμονας του ECDC και ο Carlos Das Neves, επικεφαλής επιστήμονας της EFSA, δήλωσαν: «Ενώ έχουμε δει θετικά αποτελέσματα από τις δράσεις για τη μείωση της ΑΜΡ, οι συνεχείς κοινές προσπάθειες είναι απαραίτητες για την αντιμετώπιση αυτής της παγκόσμιας απειλής. Η προσέγγιση One Health μας υπενθυμίζει ότι η αντιμετώπιση της ΑΜΡ απαιτεί συνεργασία σε διάφορους τομείς, όπως η ανθρώπινη υγεία, η υγεία των ζώων και το περιβάλλον».

Σαλμονέλλα

Σε ό,τι αφορά στο βακτήριο Salmonella, η αντοχή στις καρβαπενέμες βρέθηκε σε απομονώσεις από ανθρώπους, αλλά όχι από ζώα παραγωγής τροφίμων. Αν και η εμφάνιση ανθεκτικότητας στις καρβαπενέμες αναφέρεται επί του παρόντος σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε απομονώσεις τόσο από ανθρώπους όσο και από ζώα, τα τελευταία χρόνια ένας μεγαλύτερος αριθμός χωρών ανέφερε βακτήρια που παράγουν ένζυμα καρβαπενεμάσης σε διάφορα είδη ζώων. Αυτό απαιτεί προσοχή και περαιτέρω διερεύνηση, δεδομένου ότι οι καρβαπενέμες αποτελούν ομάδα αντιβιοτικών τελευταίας ανάγκης και κάθε ανίχνευση αντοχής σε αυτές είναι ανησυχητική.

Μεταξύ του 2013 και του 2022, για τους ανθρώπους, τουλάχιστον οι μισές από τις χώρες που υπέβαλαν εκθέσεις παρατήρησαν αυξητικές τάσεις στην αντοχή στις φθοριοκινολόνες σε απομονώσεις Salmonella Enteritidis και Campylobacter jejuni, που συνήθως σχετίζονται με πουλερικά. Το εύρημα αυτό προκαλεί ανησυχία για τη δημόσια υγεία, καθώς στις σπάνιες περιπτώσεις που οι λοιμώξεις από Salmonella ή Campylobacter εξελίσσονται σε σοβαρή ασθένεια, οι φθοριοκινολόνες συγκαταλέγονται μεταξύ των αντιμικροβιακών που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία.

Το ένα τρίτο των χωρών παρατήρησε τάσεις μείωσης της αντοχής στα μακρολίδια σε απομονώσεις Campylobacter από ανθρώπους, ιδίως για το C. coli. Αυτό είναι αξιοσημείωτο, καθώς η αυξημένη αντοχή στις φθοριοκινολόνες σημαίνει ότι τα μακρολίδια αποκτούν μεγαλύτερη σημασία για τη θεραπεία σοβαρών τροφιμογενών λοιμώξεων στον άνθρωπο.

Στα δύο τρίτα των χωρών που υπέβαλαν εκθέσεις, η ανθεκτικότητα των απομονωμένων από τον άνθρωπο στελεχών στις πενικιλλίνες και τις τετρακυκλίνες μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου για τη Salmonella Typhimurium – η οποία συνήθως σχετίζεται με χοίρους και μόσχους. Αυτά τα αντιμικροβιακά χρησιμοποιούνται συχνά για τη θεραπεία βακτηριακών λοιμώξεων σε ανθρώπους και ζώα.

Σύμφωνα με το ECDC, η μικροβιακή αντοχή παραμένει ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας που πρέπει να αντιμετωπιστεί σε διάφορα μέτωπα και από διαφορετικούς φορείς. Απαιτούνται βασικές δράσεις για τη μείωση της εμφάνισης και της εξάπλωσης βακτηρίων ανθεκτικών στα αντιμικροβιακά. Αυτές περιλαμβάνουν την προώθηση της συνετής χρήσης των αντιμικροβιακών φαρμάκων, την ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας για την ανάπτυξη νέων αντιμικροβιακών φαρμάκων και τη διασφάλιση της εφαρμογής πολιτικών και διαδικασιών σε εθνικό επίπεδο.