Toν αντίκτυπο που έχει η παρατεταμένη υπο-επένδυση στα πεδία του φαρμάκου και των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα, συνεπεία της οικονομικής και στη συνέχεια της υγειονομικής κρίσης, παρουσίασε μέσα από νέα μελέτη το Ινστιτούτο Πολιτικών Οικονομικών Κοινωνικών Ερευνών (Ι.Π.Ο.Κ.Ε.).

Σύμφωνα με αυτή, η Ελλάδα καταγράφεται ως μια από τις χώρες της ΕΕ των 27 χωρών με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες και τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας.

«Η επένδυση στην Υγεία αποτελεί το κλειδί για την πρόσβαση των ασθενών σε ποιοτική και αποδοτική υγειονομική περίθαλψη. Η δεκαετής οικονομική κρίση, τα 3 μνημόνια και στη συνέχεια η επιδημιολογική κρίση του COVID-19, επηρέασαν σημαντικά την υποχρηματοδότηση του Συστήματος Υγείας στην Ελλάδα» ανέφερε κατά την παρουσίαση της μελέτης με τίτλο «Ο αντίκτυπος της υπο-επένδυσης στο Φάρμακο και τις Υπηρεσίες Υγείας» ο πρόεδρος του Ι.Π.Ο.Κ.Ε. και Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας του Ε.Κ.Π.Α, κ, Ιωάννης Υφαντόπουλος, σημειώνοντας ότι τα πορίσματα της μελέτης είναι χρήσιμα για το Στρατηγικό Προγραμματισμό και την επιστημονική τεκμηρίωση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας που σχεδιάζουν τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα.

Η έρευνα βασίζεται σε συνδυασμό χρονολογικών σειρών, που καλύπτουν την περίοδο 60 χρόνων (από το 1960 μέχρι το 2021), και διακρατικών δεδομένων των Ευρωπαϊκών χωρών. Το σύνολο του δείγματος των χωρών της Ευρώπης είναι 322.724 άτομα και της Ελλάδας 16.621 άτομα.

Όσον αφορά το σκέλος της χρηματοδότησης, η Ελλάδα παρουσίασε σημαντικές αποκλίσεις από το μέσο όρο των ΕΕ-27. Οι αποκλίσεις αυτές ανέρχονται σε 2 ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο των δαπανών υγείας σε ποσοστό του ΑΕΠ, και σε 3 ποσοστιαίες μονάδες στις δημόσιες δαπάνες υγείας. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα των ΕΕ-27 με τις μεγαλύτερες υποχρηματοδοτήσεις του συστήματος υγείας, σύμφωνα με τη μελέτη.

Στην ανάλυσή του ο καθηγητής ανάφερε ότι ενδεικτικά τις ακόλουθες μειώσεις/αποκλίσεις από τον μέσο όρο (Μ.Ο.) των ΕΕ-27:
1) Για το σύνολο των δαπανών υγείας κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 22.8% έναντι αύξησης στο Μ.Ο. ΕΕ-27 κατά 16,7%.
2) Δημόσιες δαπάνες κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 32,5% έναντι αύξησης στο Μ.Ο των ΕΕ-27 κατά 15,3%.
3) Σύνολο των φαρμακευτικών δαπανών κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 26,2% έναντι αύξησης στο Μ.Ο. των ΕΕ-27 κατά 3,6%.
4) Δημόσιες φαρμακευτικές δαπάνες κατά κεφαλή: μείωση στην Ελλάδα κατά 51,8%, σε σχέση με αντίστοιχη μείωση στο Μ.Ο. των ΕΕ-27 μόνο κατά 6,7%.

Επιπλέον, ανέφερε πως από την ανάλυση προκύπτει σημαντική υποχρηματοδότηση του δημόσιου τομέα της υγείας στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όσον αφορά το μείγμα των Δημόσιων / Ιδιωτικών δαπανών υγείας για φάρμακο παρατηρείται, επίσης, μια σημαντική συρρίκνωση της δημόσιας δαπάνης στην Ελλάδα από 78,1% το 2009 στο 51% το 2019. Οι αντίστοιχες εκτιμήσεις για το Μ.Ο των Ε.Ε-27 ήταν από 65,9% το 2009 στο 59,3% το 2019.

«Εξετάζοντας διαχρονικά το πρότυπο χρηματοδότησης των δαπανών υγείας στην Ελλάδα παρατηρούμε μια σημαντική συρρίκνωση των δημοσίων δαπανών υγείας με αντίστοιχη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών. Η μετακύλιση αυτή της δαπάνης από το δημόσιο τομέα στις τσέπες των Ελλήνων πολιτών έφερε ένα επιπλέον βάρος στα Ελληνικά Νοικοκυριά δημιουργώντας σημαντικές καταστροφικές δαπάνες. Οι παραπάνω μειώσεις των δημοσίων δαπανών επηρέασαν αναπόφευκτα την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας αυξάνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη. Η Ελλάδα καταγράφεται ως μια από τις χώρες της ΕΕ-27 με τη μεγαλύτερη αύξηση στις ανικανοποίητες υγειονομικές ανάγκες. Η αύξηση αποδίδεται στην υποεπένδυση του δημόσιου τομέα στην υγεία. Συγκρίνοντας τις ανικανοποίητες ανάγκες σε συνδυασμό με τις δημόσιες δαπάνες υγείας στις 27 χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα των ανατολικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία) με τις χαμηλότερες δαπάνες υγείας και τις υψηλότερες ανικανοποίητες ανάγκες» είπε ο κ. Υφαντόπουλος.

Εξετάζοντας την ικανοποίηση των Ευρωπαίων πολιτών από το σύστημα υγείας προέκυψε ότι οι Έλληνες δηλώνουν τη χαμηλότερη ικανοποίηση. Το 45% των Ελλήνων δηλώνουν ικανοποίηση από το σύστημα υγείας έναντι του 96,5% των Ελβετών, το 94% των Δανών, και το 91% των Ισπανών. Ωστόσο, από περαιτέρω μελέτη των δεδομένων προέκυψε ότι η επένδυση στην υγεία αυξάνει σημαντικά την ευημερία των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ελλήνων.

Η παρουσίαση της μελέτης έγινε υπό την αιγίδα της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας (Π.Ε.Φ.) και χαιρετισμό απεύθυνε ο Πρόεδρος της Ένωσης και Συνδιευθύνων Σύμβουλος της ΕΛ.ΠΕΝ., κ. Θεόδωρος Τρύφων. Tις θέσεις των ασθενών σε σχέση με τα συμπεράσματα της μελέτης, ανέλυσε ο κ. Αναστάσιος Σαμουηλίδης, Νομικός Σύμβουλος και Υπεύθυνος Δημοσίων Υποθέσεων της Ένωσης Ασθενών Ελλάδος.

Στη συνέχεια, ακολούθησε ανοικτή συζήτηση σχετικά με τη μελέτη και τη βιωσιμότητα του δημόσιου συστήματος υγείας στην Ελλάδα, την οποία συντόνισε η δημοσιογράφος Υγείας, κα. Νατάσσα Σπαγαδώρου και συμμετείχαν ο κ. Ιωάννης Κωτσιόπουλος, Γενικός Γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας του Υπουργείου Υγείας και η κα. Πέλα Σουλτάτου, PhD, Διδάσκουσα Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.