Ολόκληρο το άρθρο του Κώστα ΑΘανασάκη*:

«Eνα από τα σημαντικότερα -αν όχι το σημαντικότερο- θέματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η πολιτική υγείας σήμερα και στο μέλλον είναι η διαχείριση των παραγόντων κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, αλλά και οι αλλαγές στο φυσικό και τεχνητό περιβάλλον θέτουν δύο σύνθετα ζητούμενα, πλέον, από το Σύστημα Υγείας: το ένα είναι διαχρονικό και κλασικό και αφορά τη φροντίδα των ασθενών ώστε να αποκατασταθεί κατά το δυνατό η υγεία τους.

Το δεύτερο είναι ανερχόμενο και δυσκολότερο και αφορά το εξής: αυτοί που σήμερα είναι «υγιείς» να καταφέρουν να διατηρήσουν την υγεία τους και στο μέλλον, σε πείσμα όλων των ανερχόμενων απειλών για την υγεία μας.
Διαχρονικά, ο κυριότερος συμπεριφορικός παράγοντας κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού της χώρας ήταν -και εν μέρει συνεχίζει να είναι- το κάπνισμα.

Την τελευταία δεκαετία, τα μηνύματα από τη μάχη της δημόσιας υγείας απέναντι στο κάπνισμα είναι ενθαρρυντικά: οι ενήλικοι καπνίζουν λιγότερο, ενώ το κάπνισμα στην εφηβεία είναι λιγότερο συχνό. Αντίθετα, ανησυχητικές διαστάσεις φαίνεται ότι λαμβάνει, πλέον, ο έτερος μείζων παράγοντας κινδύνου για την υγεία του πληθυσμού: η παχυσαρκία.

Η παχυσαρκία, αναγνωρισμένη ως νόσος πλέον, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Ευρωπαϊκή Ενωση, αποτελεί μια πολυπαραγοντική κατάσταση, στενά συνδεδεμένη με τις ατομικές συμπεριφορές, τις οικογενειακές συνθήκες και συνήθειες και τα κοινωνικά πρότυπα. Αυτές οι πολλαπλές «ρίζες» του φαινομένου δείχνουν και τη δυσκολία της αντιμετώπισής του.

Στην Ελλάδα, η διάσταση της παχυσαρκίας λαμβάνει ανησυχητική τροπή. Σύμφωνα με την έρευνα «Υγεία και Ευημερία», την τελευταία δεκαετία το ποσοστό του ενήλικου πληθυσμού της χώρας με υπέρβαρο ή παχυσαρκία αυξήθηκε από το 42,7% στο 60,4%, μια δραματική μεταβολή σε μόλις δέκα έτη.

Το ανερχόμενο πρόβλημα, όμως, δεν είναι άλλο από την παχυσαρκία στις νέες ηλικίες: η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της Ε.Ε. στα ποσοστά των εφήβων με υπέρβαρο ή παχυσαρκία – και αυτό είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικό.

Η παχυσαρκία, ως νόσος αλλά και ως αιτιολογικός παράγοντας, επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό φορτίο νοσηρότητας, καθώς συνδέεται με μια σειρά από νοσολογικές καταστάσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η δυσλιπιδαιμία, οι καρδιαγγειακές επιπλοκές, ο καρκίνος, τα προβλήματα του μυοσκελετικού κ.ά.

Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η παχυσαρκία επιβαρύνει σημαντικά και τα οικονομικά του Συστήματος Υγείας, ως αποτέλεσμα των αυξημένων αναγκών σε φροντίδα των πασχόντων από τα αιτιολογικώς σχετιζόμενα -με την παχυσαρκία- νοσήματα.
Οι οικονομικές επιπτώσεις της παχυσαρκίας στο Σύστημα Υγείας, αλλά και την κοινωνία εν γένει, τυπικά λαμβάνουν τη μορφή του άμεσου και του έμμεσου κόστους.

Η πρώτη κατηγορία αφορά αποκλειστικά τις δαπάνες που ανακύπτουν για τη θεραπεία των πασχόντων (δαπάνες υγειονομικής ή άλλης φροντίδας) και επιβαρύνουν είτε το Σύστημα Υγείας και την κοινωνική ασφάλιση, είτε τους ίδιους τους πάσχοντες.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά την απώλεια παραγωγικότητας ως συνέπεια της επέλευσης της νόσου ή, ακόμα, και του θανάτου – και επιβαρύνει το κοινωνικό σύνολο, συλλογικά.
Με βάση εκτιμήσεις για την Ελλάδα, η συνολική οικονομική επιβάρυνση από την παχυσαρκία στη χώρα μας ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 2,4% του ΑΕΠ ή, σε νομισματικά μεγέθη, σε 4,3 δισ. ευρώ ετησίως.

Πάνω από το 50% αυτής της δαπάνης αφορά απώλειες παραγωγικότητας, δηλαδή επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας, ως αποτέλεσμα της απουσίας από την εργασία λόγω προβλημάτων υγείας που συνδέονται με την παχυσαρκία.

Κάθε χρόνο, η νοσοκομειακή δαπάνη του δημόσιου Συστήματος Υγείας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας (και των συνδεόμενων νοσημάτων) υπερβαίνει τα 650 εκατ. ευρώ -σε ένα σύστημα το οποίο διαχρονικά, αλλά και ιδιαιτέρως στις μέρες μας- λειτουργεί με μεγάλο φόρτο.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να μην αναλάβουμε εθνικής εμβέλειας δράσεις για τον περιορισμό της παχυσαρκίας – ιδίως αν λάβουμε υπόψη τις μακροχρόνιες δυνητικές επιπτώσεις του φαινομένου στο Σύστημα Υγείας και την οικονομική δραστηριότητα.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, σε περίπτωση που δεν ληφθούν δραστικά μέτρα για τον περιορισμό της έκθεσης στον παράγοντα κινδύνου, η μεταβολή στο ΑΕΠ κατά την περίοδο 2020-2050 θα είναι -3%, ενώ η μέση ετήσια δαπάνη υγείας για την παχυσαρκία θα ανέρχεται στο περίπου 10% της συνολικής.

Λύσεις, όμως, υπάρχουν και η εφαρμογή τους θα βοηθήσει και σε νοσολογικούς και σε οικονομικούς όρους: για κάθε ευρώ που επενδύεται στην πρόληψη της παχυσαρκίας με μέτρα τεκμηριωμένης αποτελεσματικότητας, περίπου έξι ευρώ επιστρέφουν στην κοινωνία σε όρους οικονομικού οφέλους».

* Ο Κώστας Αθανασάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής

** Η Novo Nordisk Hellas υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου ΘΕΜΑτος» να αναδείξει τη σημασία της πρόληψης και αντιμετώπισης της παχυσαρκίας. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμία ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.