Μήνυμα προς τις γυναίκες να μην «παγώνουν» στην ιδέα ή το άκουσμα του καρκίνου του μαστού στέλνει μέσω του ygeiamou.gr ο διακεκριμένος Χειρουργός Μαστού κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος, πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, τονίζοντας πως εάν είναι συνεπείς ως προς τον τακτικό έλεγχο και ενημερωμένες για τις προόδους που έχει επιτελέσει η επιστήμη, οι γυναίκες θα καταλάβουν πως ο καρκίνος του μαστού τείνει να καταστεί πλέον μία χρόνια νόσος.

Η έρευνα στο πεδίο της αντιμετώπισης του καρκίνου του μαστού είναι δυναμική και ταχέως εξελισσόμενη, επισημαίνει ο κ. Φιλόπουλος και παραθέτει όλα τα νεότερα δεδομένα ως προς την πρόληψη, τη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου του μαστού -τη συχνότερη μορφή καρκίνου στην Ελλάδα και στο σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών.

Η ιατρική κοινότητα διαθέτει σήμερα στη φαρέτρα της πολλά νέα όπλα, στοχευμένες και εξατομικευμένες θεραπείες, ενώ στα χέρια της γυναίκας βρίσκεται το σημαντικότερο όπλο που είναι ο τακτικός έλεγχος –μαστογραφία από τα 40 έτη σε ετήσια βάση– ώστε να διαγνωστεί η νόσος σε πρώιμο στάδιο για την καλύτερη δυνατή πρόγνωση.

Εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού και του φόβου που γεννά, ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας επισημαίνει ότι οι γυναίκες δεν θα πρέπει να καθυστερήσουν να υποβληθούν σε διαγνωστικές εξετάσεις εφόσον αυτές κρίνονται αναγκαίες.

«Σε αυτή τη φάση τα νοσοκομεία και τα διαγνωστικά κέντρα δυστυχώς αφ’ ενός είναι υπερφορτωμένα, αφετέρου δεν είναι ακίνδυνα -λόγω συνωστισμού και πολύ κοντινής απόστασης με τους εξετάζοντες- για να μεταδώσουν ή να μεταδοθεί σ’ αυτές ο κορωνοϊός. Επομένως εάν δεν συντρέχει λόγος υγείας, και πρόκειται απλά για προληπτικό έλεγχο ή τακτική παρακολούθηση μετά από θεραπεία καρκίνου πριν πολλά χρόνια θα συνιστούσα υπομονή κάποιων εβδομάδων, μέχρι να περάσει η αιχμή της πανδημίας που ζούμε. Αυτό δεν σημαίνει να υπάρξουν μήνες καθυστέρησης. Αν, όμως, έχουν κάποιο σύμπτωμα, εύρημα ή ήδη παρακολουθούνται μετά από πρόσφατη θεραπεία, τότε θα πρέπει να προσέλθουν με όλα τα μέτρα προφύλαξης και σε συνεννόηση με το γιατρό τους» επισημαίνει ο κ. Φιλόπουλος.

Η τηλεϊατρική μπορεί να βοηθήσει, αλλά δεν αντικαθιστά την εξέταση από το γιατρό – π.χ. βοηθά στο να ενημερωθεί ο θεράπων ιατρός για τα ευρήματα εάν η γυναίκα έχει κάνει κάποια μαστογραφία ή υπέρηχο και να κρίνει εάν απαιτούνται περαιτέρω ενέργειες, προσθέτει.

Πρόληψη: Μαστογραφία από τα 40 έτη και ετησίως

Ως προς την πρόληψη, ο έλεγχος για την πρώιμη διάγνωση του καρκίνου του μαστού εδράζεται κυρίως στη μαστογραφία και η σύσταση της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας είναι να διενεργείται ετησίως από την ηλικία των 40 ετών. Δύναται η μαστογραφία να διενεργείται και ανά διετία μετά την ηλικία των 65-70 ετών κατόπιν εκτίμησης του θεράποντος ιατρού, ενώ η λεγόμενη μαστογραφία αναφοράς από τα 35 έτη δεν συστήνεται, εκτός βεβαίως εάν υπάρχει εύρημα που δεν το επιλύει διαγνωστικά το υπερηχογράφημα ή οικογενειακό ιστορικό.

Ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος

Ο κ. Φιλόπουλος διασαφηνίζει ότι σχετικά με την ηλικία έναρξης υποβολής των γυναικών σε μαστογραφία υπάρχει πλέον η τάση αυτή να ξεκινά σε πληθυσμό χαμηλού κινδύνου από την ηλικία των 45 ετών, σύμφωνα με τις συστάσεις της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας. Αν η γυναίκα το επιθυμεί ο έλεγχος μπορεί να ξεκινά από τα 40.

Ως προς το εάν πρέπει να διενεργείται ανά ένα ή δύο έτη, τα δεδομένα είναι αντικρουόμενα. Η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία συστήνει στις ηλικίες άνω των 55 ετών ο έλεγχος να διενεργείται κάθε δύο χρόνια. Στο Ηνωμένο Βασίλειο από την άλλη πλευρά πραγματοποιείται δωρεάν πληθυσμιακός έλεγχος κάθε τρία χρόνια με καλά αποτελέσματα. Εντούτοις ο κ. Φιλόπουλος επισημαίνει ότι όσο περνούν τα χρόνια μεταξύ δύο μαστογραφικών ελέγχων αυξάνεται ο κίνδυνος των ενδιάμεσων καρκίνων. Η Ελληνική Αντικαρκινική Εταιρεία συστήνει τη διεξαγωγή μαστογραφίας κάθε χρόνο και αναλόγως της περίπτωσης ο γιατρός να κατευθύνει τη συχνότητα. Μετά τα 70 ο έλεγχος μπορεί να γίνεται κάθε δύο χρόνια.

Πέραν των πλεονεκτημάτων η μαστογραφία έχει το μειονέκτημα ότι στους πολύ πυκνούς μαστούς η ικανότητα της να διακρίνει τη νόσο να είναι ελαττωμένη. «Επομένως, στην ηλικία μεταξύ 40 και 50 ετών, που συνήθως οι μαστοί είναι πυκνοί, θα πρέπει η γυναίκα να γνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν ευρήματα που να την ταλαιπωρήσουν και να την αναγκάσουν να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις ή βιοψία, και τελικά να μην υπάρχει κακοήθεια» αναφέρει ο κ. Φιλόπουλος.

Ωστόσο, αυτό που κατά τον ίδιον φαίνεται να έχει ξεκαθαρίσει τα τελευταία δύο χρόνια είναι ότι οι πυκνοί μαστοί ως μαστογραφικό εύρημα θεωρούνται πλέον ως παράγοντας κινδύνου και πρέπει να αναφέρεται στη γυναίκα ότι έχει πυκνούς μαστούς και κατ’ επέκταση η ίδια θα πρέπει να δίνει τη δέουσα προσοχή και να μην αμελεί τον έλεγχο.

Ο κ. Φιλόπουλος αναφέρεται, επίσης, στα εμπόδια που μπορεί να υπάρχουν στο να κάνει μία γυναίκα μαστογραφία, τα οποία επισημαίνει πως στην Ελλάδα είναι γεωγραφικά, οικονομικά, ορισμένες προκαταλήψεις για την εξέταση και φοβίες.

«Η εμπειρία μας έχει δείξει ότι το πιο καλό μέσο για να αυξήσεις την προσέλευση είναι, αντί να πάει η γυναίκα στο εργαστήριο μαστογραφίας, να πάει το εργαστήριο μαστογραφίας στη γυναίκα» δηλώνει, συμπληρώνοντας ότι μέσω των κινητών ομάδων ο έλεγχος γίνεται καλύτερα και από η δράση των κινητών μονάδων μαστογραφίας της Ε.Α.Ε. διαπιστώνεται ότι σχεδόν οι μισές γυναίκες που προσέρχονται στα κατά τόπους σημεία για έλεγχο δεν έχουν ξανακάνει ποτέ μαστογραφία.

Μάλιστα, αναφέρει πως χώρες όπως η Ολλανδία στηρίζονται αποκλειστικά στις κινητές μονάδες για τον πληθυσμιακό έλεγχο (screening), έλεγχος που απαιτεί ιδιαίτερη οργάνωση και είναι κοστοβόρος.

Όσον αφορά την πρωτογενή πρόληψη για τον καρκίνο του μαστού, ο κ. Φιλόπουλος εξηγεί ότι δεν επηρεάζεται εύκολα γιατί υπεισέρχονται κοινωνικοί παράγοντες όπως για παράδειγμα η ηλικία τεκνοποίησης, ο αριθμός των παιδιών και ο θηλασμός, αλλά και παράγοντες όπως η πρώιμη έναρξη της έμμηνου ρύσης ή η καθυστερημένη εμμηνόπαυση.

Διάγνωση: Διαρκής πρόοδος με νέα μέσα

Στα μέσα διάγνωσης του καρκίνου του μαστού έχει επιτευχθεί αρκετή πρόοδος με πιο επίκαιρη ψηφιακή μαστογραφία με τομοσύνθεση, η οποία υπερέχει στο να «βλέπει» καλύτερα τις μικροαποτιτανώσεις ή τις ασαφείς περιοχές, αναφέρει ο Ευάγγελος Φιλόπουλος. Το Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» και το «Νίκος Κούρκουλος», αλλά και πολλά δημόσια αλλά και ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα είναι εξοπλισμένα με μηχανήματα για ψηφιακή τομοσύνθεση, ενώ σχεδόν τα δύο τρίτα των αμερικανικών διαγνωστικών κέντρων λειτουργούν σήμερα με το συγκεκριμένο σύγχρονο διαγνωστικό εργαλείο.

Η διαγνωστική διαδικασία έχει εξίσου προχωρήσει με την υπό μαστογραφική παρακολούθηση στερεοτακτική βιοψία με αναρρόφηση (μέθοδος mammotome).

Ο κ. Φιλόπουλος υπογραμμίζει πως η σύσταση της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας είναι να μην διενεργείται χειρουργική επέμβαση χωρίς να έχει προηγηθεί παρακέντηση με χοντρή βελόνα από τον πυρήνα της βλάβης, όταν κάτι τέτοιο είναι εφικτό, επισημαίνοντας ότι «για κάποιο λόγο υπάρχει μία προκατάληψη στην Ελλάδα στο θέμα της παρακέντησης, που σε αρκετές περιπτώσεις έχουν ευθύνη και οι γιατροί».

«Η παρακέντηση και η προεγχειρητική διάγνωση είναι υποχρεωτική, εφόσον είναι εφικτή, και είναι εφικτή στις μεν μικροαποτιτανώσεις με τη μέθοδο mammotome, στις δε άλλες βλάβες που μπορεί να τις εντοπίσει ο υπερηχογράφος μπορεί άνετα να γίνει παρακέντηση με την καθοδήγηση του, ενώ αν η βλάβη είναι ψηλαφητή, την παρακέντηση μπορεί να την κάνει κατευθείαν ο θεράπων γιατρός. Εκεί που υπάρχει δυσκολία είναι όταν η βλάβη απεικονίζεται μόνο στη μαγνητική» εξηγεί. Ελάχιστα κέντρα μπορούν να κάνουν παρακέντηση με τη βοήθεια μαγνητικού τομογράφου, το δε κόστος είναι υψηλό.

Θεραπεία: Όλα τα δεδομένα

Στο μέτωπο της θεραπείας έχουν επέλθει πολύ σημαντικές βελτιώσεις, απόρροια της καλύτερης κατανόησης του καρκίνου του μαστού, υπογραμμίζει ο ίδιος.

«Η πρόγνωση της νόσου εξαρτάται από τον τύπο του όγκου, τον υπότυπο, γενικά τη βιολογική ιδιομορφία και συμπεριφορά του, που ακόμα παρά την πρόοδο δεν είναι πλήρως κατανοητή. Αλλά και η θεραπεία που θα ακολουθηθεί συμβάλει σημαντικά στην πρόγνωση» επισημαίνει.

Και σημειώνει πως είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ο καρκίνος του μαστού είναι πλέον η πρώτη σε συχνότητα μορφή καρκίνου και για τα δύο φύλα αθροιστικά, δηλαδή ο πιο συχνός καρκίνος στο ανθρώπινο είδος (καθώς ο καρκίνος του πνεύμονα ‘κατέβηκε’ από την πρώτη θέση λόγω της μείωσης του καπνίσματος).

Ως προς τη θεραπευτική αντιμετώπιση, είναι πλέον ξεκάθαρο πως σ’ αυτήν εμπλέκονται πολλές ειδικότητες. Δεν υπάρχει ο θεράπων, αλλά οι θεράποντες γιατροί. Η μεν χειρουργική, που συνιστά τη βασική θεραπευτική αντιμετώπιση, έχει γίνει πιο επιλεκτική προσφέροντας καλύτερες επιλογές για να διατηρηθεί ο μαστός -με ογκοπλαστικές τεχνικές και αποκαταστάσεις- έτσι ώστε η γυναίκα να διατηρήσει τον όγκο του στήθους και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να διατηρηθούν η θηλή και το δέρμα, με ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των κατάλληλων για κάτι τέτοιο περιπτώσεων και με σωστή διαδικασία, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Φιλόπουλο.

Ο έλεγχος μέσω βιοψίας του λεμφαδένα φρουρού έχει πλέον καθιερωθεί και ως εκ τούτου έχουμε πολύ λιγότερα λεμφοιδήματα, χωρίς να έχουμε χειρότερη πληροφόρηση για την κατάσταση των μασχαλιαίων λεμφαδένων. Προσπάθειες για βιοψία μέσω παρακέντησης του φρουρού ή ενός ύποπτου λεμφαδένα είναι ενθαρυντικές και θα φανούν χρήσιμες καθώς αυξάνεται ο αριθμός των περιστατικών που η χημειοθεραπεία προηγείται της χειρουργικής επέμβασης (νεοεπικουρική θεραπεία). Η ακτινοβολία, μία επίσης σημαντική θεραπευτική μέθοδος, καταβάλεται προσπάθεια να μειωθεί σε διάρκεια χρόνου, ενώ οι συστηματικές θεραπείες έχουν συμβάλει σημαντικά στην καλή πορεία της νόσου αναφέρει ο πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας.

Η ορμονοθεραπεία εδώ και μερικές δεκαετίες έχει συμβάλει σημαντικά στην βελτίωση της επιβίωσης και στη μείωση των υποτροπών σε γυναίκες που έχουν καρκίνους με θετικούς τους ορμονικούς υποδοχείς (που είναι και οι περισσότερες).

Τα χημειοθεραπευτικά σχήματα έχουν προσαρμοστεί καλύτερα ανάλογα με το κάθε τύπο και περιστατικό, ενώ η στοχευμένη θεραπεία με μονοκλωνικά αντισώματα που στοχεύουν καταρχάς τον ανθρώπινο επιδερμικό αυξητικό παράγοντα ΗΕR-2, έχει αποτελέσει σημείο καμπής με την πάρα πολύ καλή επίδραση στην επιβίωση. Ενώ παλαιότερα οι επονομαζόμενοι HER-2 θετικοί καρκίνοι ήταν κακής πρόγνωσης, τώρα με αυτές τις θεραπείες ακόμη και αν υποτροπιάσουν και κάνουν μεταστάσεις, εξελίσσονται καλύτερα, αναφέρει.

«Έχουν βρεθεί, και συνεχώς ανακαλύπτονται, οι χημικές διαδικασίες –τα χημικά μονοπάτια– των κυττάρων στα οποία εάν παρέμβουμε με ένα αντίστοιχο χημικό μέσο (φάρμακο) μπορεί να διακοπεί ο πολλαπλασιασμός των καρκινικών κυττάρων. Στην κατανόηση της χημικής αλληλεπίδρασης των καρκινικών κυττάρων με το ανοσοποιητικό σύστημα και στην ενίσχυση της ικανότητας του τελευταίου στηρίζονται οι προσπάθειες που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη μορφή θεραπείας, την ανοσοθεραπεία» αποσαφηνίζει.

Παράδειγμα οι αναστολείς ανοσολογικών σημείων ελέγχου, όπου αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης PD-1 και της PD-L1 διευκολύνουν το ανοσοποιητικό σύστημα να στραφεί εκ νέου κατά των καρκινικών κυττάρων.

Ο κ. Φιλόπουλος επισημαίνει πως στον καρκίνο του μαστού και συγκεκριμένα για ορισμένους τύπους αυτή είναι ακόμη μόνο η αρχή σε ό,τι αφορά τα πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα της ανοσοθεραπείας, η οποία έχει καταγράψει σήμερα σημαντική αποτελεσματικότητα σε παλαιότερα δύσκολες μορφές καρκίνου όπως είναι ο καρκίνος του πνεύμονα.

«Ο τριπλός αρνητικός καρκίνος του μαστού ήταν ο πιο δύσκολος στη θεραπεία και τώρα με νέα χημειοθεραπευτικά σχήματα και την ανοσοθεραπεία ελπίζουμε να τον ‘καταφέρουμε’» σημειώνει ο Ευάγγελος Φιλόπουλος, προσθέτοντας ότι παρενέργειες της ανοσοθεραπείες δεν είναι συχνές και οι βαρύτερης μορφής είναι πιο σπάνιες.

Ευρύτατη και δυναμική η έρευνα

Η έρευνα για τον καρκίνο του μαστού είναι ευρύτατη και δυναμική, γεγονός που οδηγεί σε διαρκείς βελτιώσεις και ελπίδες και αυτό είναι το μήνυμα προς τις γυναίκες, λέει ο κ. Φιλόπουλος.

Και χαρακτηριστικά αναφέρει πως είναι τέτοια η πρόοδος που σε πρώιμο στάδιο του καρκίνου του μαστού ενώ παλαιότερα αφαιρούνταν λεμφαδένες που αποδεικνύονταν καθαροί τώρα αρκεί η βιοψία του φρουρού λεμφαδένα. Επίσης στην εποχή μας σε καρκίνους αρχικού σταδίου μπορούν οι γυναίκες με ορισμένα χαρακτηριστικά των όγκων τους να κάνουν τις εξειδικευμένες εξετάσεις γονιδιακής έκφρασης Oncotype DΧ και MammaPrint, που δείχνουν τη γονιδιακή τους ταυτότητα τους στη δυνατότητα υποτροπής και όσες δεν έχουν υψηλό τέτοιο κίνδυνο να αποφύγουν τη χημειοθεραπεία.

Η μοριακή διαγνωστική εξέταση Oncotype DΧ αναλύει την επιμέρους βιολογία του καρκίνου του μαστού εξετάζοντας την έκφραση 21 γονιδίων εις τριπλούν εκ των οποίων τα 16 γονίδια σχετίζονται με τον καρκίνο και πέντε είναι γονίδια αναφοράς. Μέσω του MammaPrint ελέγχεται η επιθετικότητα του καρκίνου του μαστού, αναλύονται 70 γονίδια και υπολογίζεται ο κίνδυνος απομακρυσμένης υποτροπής του καρκίνου.