Από το Παρίσι στο Μιλάνο και από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Αυστραλία, οι ερευνητές εντοπίζουν ίχνη του νέου κορωνοϊού στα λύματα, γεγονός που καθιστά την μέθοδο αυτή εργαλείο για την παρακολούθηση της εξέλιξης της επιδημίας και κλειδί για την δημιουργία ενός συστήματος έγκαιρου συναγερμού. Από την εμφάνιση της Covid-19 στην Κίνα, σειρά επιστημονικών μελετών αποκάλυψε την παρουσία του ιού στα κόπρανα των ασθενών. Από τις τουαλέτες μέχρι τις αποχετεύσεις και τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων, ομάδες ερευνητών γρήγορα εντόπισαν στοιχεία του γονιδιώματος του ιού Sars-Cov-2 στα λύματα στο Παρίσι, το Αμστερνταμ ή το Μπρισμπέιν. «Η ανακάλυψη αυτή δεν σημαίνει κανέναν κίνδυνο» για την υγεία, διαβεβαιώνει ο Luca Lucentini, διευθυντής του τμήματος Ποιότητας Υδάτων του Ανώτατου Ινστιτούτου Υγείας της Ιταλίας (ISS) σε ανακοίνωση σχετικά με τον εντοπισμό πληθώρας θετικών δειγμάτων στην Ρώμη και το Μιλάνο.

Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για το νερό της βρύσης στις χώρες όπου πραγματοποιούνται συστηματικοί έλεγχοι για την ποιότητα του νερού, διαβεβαιώνουν οι επιστήμονες. Ομως, με αυτόν τον κορωνοϊό που δεν σταματά να εκπλήσσει, οι απόψεις διίστανται ως προς την υπόθεση της μόλυνσης μέσω των λυμάτων που απελευθερώνονται στο περιβάλλον.

Φυσικά, η παρουσία ιχνών του ιού στα κόπρανα δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι ο ιός παραμένει μολυσματικός, ούτε ότι μπορεί να μεταδοθεί μέσω αυτής της οδού, σύμφωνα με ορισμένους επιστήμονες. Επίσης, δεν έχει την ικανότητα να αναπαραχθεί στην φύση εκτός του οργανισμού ενός ξενιστή, επιμένουν άλλοι επιστήμονες. Αλλά ακόμη και αν τα σταγονίδια φαίνεται ότι είναι η προνομιακή οδός μόλυνσης, η έκθεση στον Sars-Cov-2 στα λύματα «θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει υγειονομικό κίνδυνο», αναφέρουν σε άρθρο τους στο περιοδικό The Lancet οι Willemijn Lodder et Ana Maria de Roda Husman, του Κέντρου Ελέγχου Λοιμωδών Νόσων της Ολλανδίας.

Το Κέντρο είχε ανακοινώσει στο τέλος του Μαρτίου τον εντοπισμό γενετικού υλικού του κορωνοϊού στα λύματα του Αμστερνταμ.

Πέραν των ερωτηματικών για τους υγειονομικούς κινδύνους, τα λύματα θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως πηγή δεδομένων για να διαπιστωθεί εάν και σε ποιον βαθμό ο ιός κυκλοφορεί στην κοινότητα, υπογραμμίζουν οι επιστήμονες. Θα μπορούσε επίσης να χρησιμεύσει στην παρακολούθηση της εξέλιξης της επιδημίας, σύμφωνα με τον Vincent Maréchal, ιολόγο του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, ο οποίος συμμετείχε σε έρευνα του εργαστηρίου του οργανισμού Eau de Paris, που διαχειρίζεται τα ύδατα του δήμου του Παρισιού.

Με βάση τα δείγματα που συγκεντρώθηκαν από τις 5 Μαρτίου έως τις 7 Απριλίου, τα αποτελέσματα της εξέτασης δείχνουν ότι «η αύξηση του μονάδων του γονιδιώματος στα λύματα ακολουθεί με ακρίβεια την αύξηση του αριθμού των νεκρών» της επιδημίας, αναφέρεται στην ανακοίνωση του οργανισμού.

«Πολύτιμο για την Αφρική»

Ο Vincent Maréchal υποστηρίζει την δημιουργία ενός εθνικού δικτύου παρακολούθησης των λυμάτων, που θα μπορούσε να προβλέψει ένα δεύτερο κύμα της επιδημίας. Δεδομένης της ύπαρξης πληθώρας περιπτώσεων ασυμπτωματικών ή ελαφρά συμπτωματικών κρουσμάτων της νόσου, η παρουσία του ιού θα μπορούσε να ανιχνευθεί πριν από την κλινική επιβεβαίωση των περιστατικών στις ζώνες όπου η επιδημία έχει κατευνασθεί ή στις περιοχές που δεν έχουν ακόμη πληγεί. «Στην περίπτωση αυτή θα υπάρχει η δυνατότητα λήψης μέτρων-φραγμών. Αυτό μας επιτρέπει να κερδίσουμε χρόνο, βασικό στοιχείο στην επιδημία αυτή», επιμένει ο επιστήμονας.

Ενα τέτοιο σύστημα περιβαλλοντικής παρακολούθησης έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για την αντιμετώπιση άλλων ιών. Ετσι, σε μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2018, ερευνητές έδειξαν ότι η ανίχνευση του ιού της πολιομυελίτιδας στα λύματα στο Ισραήλ το 2013 επέτρεψε την επανεκκίνηση εκστρατείας εμβολιασμού, αποτρέποντας την μόλυνση παιδιών.

Για τον Sars-Cov-2, οι έρευνες που διεξάγονται σε πολλές χώρες βρίσκονται ακόμη σε προκαταρκτικό στάδιο. Αλλά, ορισμένοι επιστήμονες είναι ενθουσιασμένοι με τα αποτελέσματα. Η μέθοδος «μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο έγκαιρου συναγερμού» κατά της παμδημίας, σύμφωνα με τον δρ Warish Ahmed, ερευνητή της κρατικής ερευνητικής υπηρεσίας της Αυστραλίας (CSIRO), που ανίχνευσε τον ιό στα λύματα του Κουίνσλαντ. Και επίσης για την «αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των εφαρμοζόμενων υγειονομικών μέτρων».

Είναι προτιμητέα η χρησιμοποίηση αυτού του συστήματος «συμπληρωματικά μαζί με άλλα μέτρα, όπως τα τεστ», συνεχίζει. Αλλά, σε ενδεχόμενο πρόγραμμα παρακολούθησης σε εθνική κλίμακα στην Αυστραλία, τα δεδομένα αυτά θα μπορούσαν να είναι «ιδιαίτερα χρήσιμα στις περιοχές όπου κατοικούν ευάλωτοι πληθυσμοί, όπου δεν είναι εφικτή η χρησιμοποίηση άλλων μεθόδων», λέει ο ερευνητής.

«Είναι ένα εργαλείο με καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας για την ανίχνευση της μόλυνσης σε κλίμακα κοινότητας».

Το επιχείρημα αυτό εφαρμόζεται επίσης σε χώρες «που δε έχουν τα τεχνικά μέσα ή την οργάνωση για την πραγματοποίηση τεστ», σημειώνει ο καθηγητής Maréchal, που καλεί τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να μελετήσει την δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου παρακολούθησης, το οποίο, πέραν της επιδημίας Covid-19, θα μπορούσε να χρησιμεύσει στην παρακολούθηση και άλλων φονικών ασθενειών που συνδέονται με τα λύματα. «Θα ήταν πολύτιμο στην Αφρική. Για την προστασία του πληθυσμού, πρέπει να διασφαλίσουμε την ποιότητα του νερού».

Ειδήσεις σήμερα:

«Success story» της πανδημίας χαρακτηρίζει την Ελλάδα η βρετανική τηλεόραση