Η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης είναι βασικοί λόγοι που τα ζευγάρια που κατοικούν στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας δεν κάνουν παιδιά. Διαφορετικά είναι τα «εμπόδια» που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των αστικών και ημιαστικών περιοχών και έχουν να κάνουν κυρίως με τη σύνδεση της μητρότητας με τις συνθήκες και το κανονιστικό πλαίσιο της εργασίας.

Αυτά είναι το βασικά συμπεράσματα της μελέτης «Διερεύνηση των παραγόντων που δημιουργούν το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα», που εκπονήθηκε από το Εργαστήριο Διαχείρισης Κινδύνων & Ασφαλίσεων του Τμήματος Στατιστικής & Ασφαλιστικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Πειραιά, με πρωτοβουλία της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης για την υπογεννητικότητα HOPEgenesis και την υποστήριξη του Ομίλου Eurolife ERB.

Πρόκειται για την πρώτη στοχευμένη έρευνα για το μείζον θέμα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα που αναδεικνύει τα πολυάριθμα «γιατί» του δημογραφικού ζητήματος, προσδιορίζοντας τόσο τους κοινωνικούς παράγοντες όσο και τη διαφορετικότητα των αιτιών του. Η ερευνητική αυτή μελέτη, επιχειρεί μια βαθύτερη ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας, με στοιχεία που προέρχονται από τη βάση της, και των αναστολών στη γεννητικότητα που προκάλεσαν η οικονομική κρίση και οι επιβαρυμένες κεντρικές δομές υγείας και κοινωνικής υποστήριξης και εξετάζει αναλυτικά τις πτυχές του ζητήματος και τις παθογένειές του.

Η δειγματοληψία της έρευνας πραγματοποιήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2019 σε δείγμα 121 ενήλικων ατόμων προερχόμενων από το αρχείο της HOPEgenesis, και πρόκειται για ζευγάρια τα οποία συμμετείχαν σε προγράμματα επιδότησης για τη διαδικασία γεννήσεως τέκνου ή για ζευγάρια που ενδιαφέρονται για να ενταχθούν μελλοντικά στα εν λόγω προγράμματα.

Όπως εξήγησε κατά την παρουσίαση της έρευνας ο κ. Παναγιώτης Ξένος, Διδάσκων Πανεπιστημίου Πειραιώς, η δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες Υγείας, το υψηλό κόστος προγεννητικού ελέγχου, το υψηλό κόστος τοκετού και ελέγχου της κύησης είναι βασικοί λόγοι που απαντώνται στην έρευνα στις ακριτικές ηπειρωτικές και νησιωτικές περιοχές, ενώ π.χ. η δυσκολία πρόσβασης σε βρεφονηπιακό σταθμό στις ημιαστικές περιοχές.

Ειδικότερα:

• Ένας στους δύο ερωτώμενους (52,9%) θεωρεί το υψηλό οικονομικό κόστος ως πολύ σημαντικό παράγοντα στην απόφασή του για να αποκτήσει τέκνο.
• Από τα άτομα που αξιολογούν τα προβλήματα των εργασιακών σχέσεων ως πολύ σημαντικά το 33,3% προέρχεται από ακριτική ηπειρωτική περιοχή, το 29,2% από ακριτική νησιωτική και το 33,3% από αστική.
• Από τα άτομα που αξιολογούν τη δυσκολία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας το 46,9% προέρχεται από ακριτική ηπειρωτική περιοχή, το 43,8% από ακριτική νησιωτική, το 6,3% από ημιαστική και το 3,1% από αστική.
• Το οικονομικό κόστος φαίνεται πως αποτελεί πολύ σημαντικό πρόβλημα για το 80% του δείγματος που προέρχεται από ακριτικές νησιωτικές και ακριτικές ηπειρωτικές περιοχές.

Αναφορικά με τον χρόνο απόκτησης του τέκνου, 6 στους 10 ερωτώμενους επιθυμούν να αποκτήσουν το τέκνο τους εντός διετίας, το 22,2% σε τρία ή τέσσερα χρόνια και το 13,1% σε μία πενταετία. Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος, σε ποσοστό 80%, επιθυμεί το πολύ μέχρι 3 παιδιά ενώ το 17,6% θα ήθελε 4 παιδιά. Ο κύριος όγκος των ερωτηθέντων ιδεατά θα ήθελε να αποκτήσει 2 ή 3 παιδιά σε ποσοστό 37,8% και 38,7%.

Πάντως το 89,7% των ερωτώμενων δήλωσαν πως θα προχωρούσαν άμεσα στη διαδικασία απόκτησης τέκνου εφόσον τους προσφέρονταν τα έξοδα του τοκετού, και σε ποσοστό 86,3% πως θα προχωρούσαν άμεσα στην διαδικασία απόκτησης τέκνου εφόσον τους προσφέρονταν η κάλυψη του βρεφονηπιακού σταθμού.

Σχολιάζοντας τα ευρήματα της μελέτης ο επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών, κ. Αθανάσιος Κυριαζής, Καθηγητής Χρηματοοικονομικών Μαθηματικών, επισήμανε ότι «οι περιοχές με μικρό πληθυσμό, ακριτικές ηπειρωτικές με δύσκολη πρόσβαση σε δομές υγείας και ακριτικά νησιά, αλλά και ορεινές ημιαστικές περιοχές παρουσιάζουν το μεγαλύτερο πρόβλημα υπογεννητικότητας. Και αυτό γιατί οι κεντρικές δομές υγείας, λόγω της γεωγραφικής τους ιδιαιτερότητας, αδυνατούν να προσφέρουν ικανοποιητικές υπηρεσίες υγείας σε αυτές τις περιοχές. Η τοπική παρουσία γυναικολόγου ή μαίας, ακόμα και υποτυπώδους κέντρου υγείας είναι αδύνατη, ενώ η παρουσία του αγροτικού ιατρού δεν δημιουργεί αίσθημα ασφάλειας και ηρεμίας στις γυναίκες, προκειμένου να πάρουν τη δύσκολη απόφαση για εγκυμοσύνη. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι υπάρχει μια τελείως διαφορετική προσέγγιση στις γυναίκες αυτές, οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι νέες και υγιείς γυναίκες, τη στιγμή που παίρνουν την μεγάλη απόφαση να κάνουν ένα παιδί».

Το συγκεκριμένο πρόβλημα δεν αφορά τις γυναίκες κατοίκους ημιαστικών και αστικών περιοχών, όπου οι δομές υγείας είναι ικανοποιητικές όσον αφορά τόσο στην απόσταση, όσο και στην ποιότητα της υπηρεσίας. Τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν είναι διαφορετικά, οικονομικού περιεχομένου, αλλά και κυρίως στοιχείων που έχουν να κάνουν με τη σύνδεση της μητρότητας με τις συνθήκες και το κανονιστικό πλαίσιο της εργασίας, κάτι που φαίνεται και από τη συγκεκριμένη μελέτη.

Αναποτελεσματικές οι επιδοματικές πολιτικές

Η κυβέρνηση, ως γνωστόν έχει θέσει την ενίσχυση των γεννήσεων ψηλά στις προτεραιότητές της και ήδη προωθεί κάποια πρώτα μέτρα, όπως επίδομα 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται, η αύξηση του αφορολογήτου κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί και η μείωση του ΦΠΑ στα βρεφικά είδη στο 13%.

Ωστόσο, στη μελέτη του Πανεπιστημίου Πειραιά αναφέρεται ότι η επιλογή της κατάλληλης δημογραφικής πολιτικής είναι πιο πολύπλοκη υπόθεση και στόχος δεν είναι απλά η συγκυριακή βελτίωση των δεικτών αλλά η αναζήτηση του σημείου ισορροπίας μεταξύ απαιτήσεων της οικονομίας, αναγκών της κοινωνίας και μεταβολών του πληθυσμού.

«Τα οικονομικά κίνητρα αποτελούν μια σπουδαία βάση αλλά τα όποια μέτρα ενίσχυσης των γεννήσεων και στήριξης του θεσμού της οικογένειας πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να αποφύγουν την αναπαραγωγή του παλαιού συντηρητικού μοντέλου της μη εργαζόμενης μητέρας. Με δεδομένη τη μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, η αύξηση των ιδιαίτερα χαμηλών ποσοστών απασχόλησης των γυναικών αποτελεί ένα από τα εργαλεία αντιμετώπισης των συνεπειών της γήρανσης. Όμως, οι επιδοματικές πολιτικές δεν θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα αν δεν συνδυαστούν με ουσιαστικά μέτρα φροντίδας των παιδιών βρεφικής και προσχολικής ηλικίας, με μέτρα συμφιλίωσης της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, με κίνητρα βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και κατοικίας. Η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι οι φιλικές προς την οικογένεια συνθήκες εργασίας -όχι μόνο για τις γυναίκες αλλά και για τους άνδρες- αποτελούν απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση περισσότερων του ενός παιδιών. Η ενίσχυση των γεννήσεων δεν μπορεί να συμβεί παρά μέσα από τη δημιουργία ενός υποστηρικτικού στην οικογένεια εργασιακού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Ουσιαστική υποστήριξη των εργαζόμενων μητέρων πριν και μετά τον τοκετό, πραγματική ισότητα στα δικαιώματα αδειών και επιδομάτων ανατροφής και για τους δύο γονείς αλλά και ενεργή συμμετοχή των ανδρών στις οικογενειακές δραστηριότητες φαίνεται ότι είναι μερικά από τα σημεία κλειδιά που καθιστούν κάποιες χώρες περισσότερο αποτελεσματικές στην προσπάθεια στήριξης των γεννήσεων», υποστηρίζουν οι ερευνητές.

Πολύπλευρο το δημογραφικό ζήτημα

Ο κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος, Καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, υπενθύμισε εξάλλου ότι το δημογραφικό ζήτημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι πολύπλευρο, δεν συνοψίζεται στη χαμηλή γεννητικότητα και δεν αρκεί η αύξηση των γεννήσεων για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού.

Στην Ελλάδα, οι γεννήσεις βρίσκονται σε σταθερά πτωτική πορεία από το 2008 φθάνοντας, σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε ιστορικό χαμηλό το 2018 κάτω από τις 86.500. Το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις-θάνατοι) είναι αρνητικό από το 2011, ενώ η εκτίμηση του μόνιμου πληθυσμού για το 2018 ήταν κατά 0,25% χαμηλότερη σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

«Η μείωση του πληθυσμού δεν είναι η μοναδική δημογραφική πρόκληση που καλείται να διαχειριστεί η Ελλάδα. Εκτός από το μέγεθος αλλάζει η δομή και σύνθεση του πληθυσμού της. Σήμερα οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας είναι άνω των 43 ετών, ο πληθυσμός των ατόμων άνω των 65 ετών ξεπερνά εκείνον των παιδιών κάτω των 15 ετών, ενώ οι άνω των 80 ετών αποτελούν την ταχύτερα αυξανόμενη ηλικιακή ομάδα του πληθυσμού. Η γήρανση του πληθυσμού έχει δημιουργήσει μια νέα μη αναστρέψιμη πραγματικότητα. Μπροστά στον κίνδυνο της μείωσης της στρατηγικής και ανταγωνιστικής δύναμης τόσο της Ευρώπης στο σύνολό της όσο και των επί μέρους κρατών, η ενίσχυση των γεννήσεων και η στήριξη της οικογένειας αναδεικνύονται σε πρωταρχικό στόχο ακόμα και εκείνων των χωρών που μέχρι πρόσφατα δεν διέθεταν καν δημογραφική πολιτική», σημείωσε ο κ. Νεκτάριος.