*Γράφει ο Γιώργος Κοχιαδάκης, Καθηγητής Καρδιολογίας, Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας

Ως Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (Π.Φ.Υ.) νοείται το σύστημα παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας, που εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση όλου του πληθυσμού, σε ατομικό και οικογενειακό επίπεδο και αποσκοπεί στην πρόληψη, διατήρηση, προαγωγή, αποκατάσταση και ενδυνάμωση της υγείας, με την παροχή πιστοποιημένων ιατρικών υπηρεσιών, εξετάσεων και φαρμάκων και την υιοθέτηση κοινών κανόνων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. Στην κατεύθυνση αυτή, συχνά υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στους όρους ΠΦΥ και πρωτοβάθμια περίθαλψη ή φροντίδα. Η ΠΦΥ είναι ευρύτερη έννοια της πρωτοβάθμιας περίθαλψης εκτείνεται πέραν της διαχείρισης της αρρώστιας και περιλαμβάνει δράσεις πρόληψης και προαγωγής της υγείας, καθώς και αλλαγής της συμπεριφοράς και του τρόπου ζωής.

Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας περιλαμβάνει κατά κύριο λόγο:

  • τις ιατρικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες που έχουν ως σκοπό την πρόληψη και αποκατάσταση βλαβών της υγείας που δεν απαιτούν νοσηλεία σε νοσοκομείο,
  • τη διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων σύμφωνα με πρωτόκολλα πρόληψης, διάγνωσης και θεραπεία,
  • τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής,
  • τις πράξεις οδοντιατρικής φροντίδας,
  • τη φροντίδα και παρακολούθηση των ασθενών μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο,
  • τις υπηρεσίες ανοικτής φροντίδας και φροντίδας στο σπίτι,
  • τις υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας,
  • την επείγουσα μεταφορά ασθενών μέσω του Εθνικού Κέντρου Άμεσης Βοήθειας (Ε.Κ.Α.Β.) ή άλλων μέσων μεταφοράς ασθενών,
  • τα μέτρα υγείας που προβλέπονται από τις εκάστοτε πολιτικές Δημόσιας Υγείας στον τομέα της πρόληψης, πρωτογενούς και δευτερογενούς, ιδίως, στα κρίσιμα προβλήματα των επιδημιών και των παραγόντων κινδύνου της υγείας.

Πολλές ήταν μέχρι τώρα οι προσπάθειες όλων των κυβερνήσεων να δομήσουν ένα σύστημα πρωτοβάθμιας υγείας στη χώρα μας, χωρίς όμως ένα σημαντικό αποτέλεσμα. Οι προσπάθειες  αποσπασματικές, ανολοκλήρωτες και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες, έχουν φθάσει το σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας στη χώρα μας σε ένα σημείο μηδέν, που έχει οδηγήσει στην επιβάρυνση των νοσοκομείων με αποτέλεσμα την επιβάρυνση της δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας περίθαλψης.

Γιατί όμως έχουν αποτύχει οι μέχρι τώρα προσπάθειες; Διότι, κατά κύριο λόγο, προσπαθούν να μεταφέρουν στη χώρα μας σχέδια πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που σε άλλες χώρες μπορεί να είναι επιτυχημένα, αλλά δεν συνυπολογίζουν τις ιδιαιτερότητες της πατρίδας μας ή κατατρέχονται από ιδεοληψίες πολιτικές που επηρεάζουν  κάθε προσπάθεια αλλά και χωρίς προηγούμενη εκτίμηση της αποτελεσματικότητας και τους κόστους τους έστω και σε πιλοτική βάση.

Ποιες είναι όμως αυτές οι ιδιαιτερότητες;

Στη χώρα μας ο αριθμός των ιατρών είναι υπερβολικά μεγάλος και οι περισσότεροι ιατροί είναι εξειδικευμένοι, ενώ οι γενικοί ιατροί -πάνω στους οποίους θα έπρεπε  ένα  σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας να στηρίζεται- είναι πολύ λίγοι σε σχέση με τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού, είναι άνισα κατανεμημένοι κι ελλιπώς εκπαιδευμένοι. Ακόμη θα πρέπει να προστεθεί ο νησιωτικός χαρακτήρας της πατρίδας μας με τα πολλά μικρά νησιά, ο οποίος χρειάζεται ένα ιδιαίτερο σχεδιασμό.

Ένα σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που δε θα λάβει υπόψιν του τις παραπάνω παραμέτρους είναι καταδικασμένο να αποτύχει.

Η χώρα μας διαθέτει ένα πυκνό δίκτυο δημοσίων δομών που είναι απαραίτητο για τη δόμηση  μίας πετυχημένης πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, όπως είναι:

  • τα κέντρα υγείας αστικού τύπου,
  • τα κέντρα υγείας, αγροτικών και ημιαστικών περιοχών,
  • τα πολυδύναμα περιφερειακά ιατρεία,
  • τα αγροτικά ιατρεία,
  • οι μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, καθώς και οι υπηρεσίες κατ’ οίκον νοσηλείας των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες θα πρέπει να ενταχθούν στο Εθνικό Δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας,
  • και τα εξωτερικά ιατρεία και οδοντιατρεία των νοσοκομείων του ΕΣΥ.

Απαραίτητο, ωστόσο, είναι στο υπό διαμόρφωση σύστημα υγείας να συμμετέχουν ισοτίμως  ιδιώτες  και δημόσιος τομέας και συγκεκριμένα από τον ιδιωτικό τομέα:

  • τα ιδιωτικά ιατρεία και πολυϊατρεία, ιδίως στις ειδικότητες παθολογίας, φυσιατρικής, παιδιατρικής, οδοντιατρικής, καρδιολογίας, ορθοπεδικής, δερματολογίας, οφθαλμιατρικής, γυναικολογίας, ουρολογίας, ψυχιατρικής, νευρολογίας, γενικής ιατρικής,
  • τα ιδιωτικά πολυοδοντιατρεία και οδοντιατρεία,
  • τα διαγνωστικά και μικροβιολογικά εργαστήρια,
  • τα εργαστήρια φυσικής ιατρικής και αποκατάστασης,
  • τα εργαστήρια φυσικοθεραπείας,
  • οι ιδιωτικές μονάδες ημερήσιας και βραχείας νοσηλείας.

Η ένταξη των ιδιωτικών φορέων στο Εθνικό Δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας θα πρέπει να γίνεται με την υποβολή δήλωσης συμμετοχής του ενδιαφερόμενου φορέα και ανάθεσης υπηρεσιών με βάση τις εκτιμηθείσες ανάγκες του πληθυσμού του οποίου την ευθύνη της φροντίδας αναλαμβάνουν.

Η ένταξη ιατρών άλλων ειδικοτήτων, πλην των γενικών ιατρών και παθολόγων, όπως και των αγροτικών ιατρών θα πρέπει να γίνεται εφόσον  παρακολουθήσουν  σεμινάρια εκπαιδευτικά, σε θέματα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, πρόληψης, δημόσιας υγείας και σεμινάρια που θα μπορούσαν να αναλάβουν οι ιατρικές σχολές. Η ένταξη των αγροτικών ιατρών ιδιαίτερα σε παραμεθόριες και άγονες περιοχές θεωρείται σημαντική και ουσιαστική.

Για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας κάθε ασφαλισμένος και προστατευόμενο μέλος των ασφαλιστικών οργανισμών θα πρέπει να επιλέγει εκάστοτε ελεύθερα, χωρίς οποιονδήποτε περιορισμό, τον ιατρό του από τους ιατρούς όλων των ειδικοτήτων, που υπηρετούν στους δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, που έχουν ενταχθεί στο Εθνικό Δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Η διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα διάγνωσης, πρόληψης και θεραπείας, θα πρέπει να γίνουν κατόπιν γνωμάτευσης και παραπομπής από τον ιατρό πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η συνταγογράφηση φαρμάκων, σύμφωνα με τα πρωτόκολλα πρόληψης και θεραπείας, θα πρέπει να επιτρέπεται σε όλους τους φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς, που έχουν ενταχθεί στο Εθνικό Δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

Τα πρωτόκολλα ιατρικών πράξεων και φαρμάκων θα καταρτίζονται από το ΚΕΣΥ και με αυτά θα οριοθετείται ο έλεγχος, τόσο των παρεχομένων ιατρικών υπηρεσιών και των φαρμάκων της Π.Φ.Υ., όσο και το κόστος τους. Τα πρωτόκολλα αυτά θα είναι δεσμευτικά, τόσο για τους δημόσιους παρόχους, όσο και τους ιδιώτες παρόχους Π.Φ.Υ. Πρωτόκολλα και λοιπές ρυθμίσεις διαδικασίας που θα αποτελέσουν το περιεχόμενο των όρων προσχώρησης των ιδιωτών φορέων στο σύστημα θα δημιουργήσουν ένα αντικειμενικό, διαφανές και ισότιμο σύστημα συνεργασίας του ιδιωτικού φορέα με το Δημόσιο, χωρίς ιδιωτικές συμβάσεις, αδιαφανείς όρους και μεγάλες διαφορές στις παρεχόμενες υπηρεσίες.

Μακροπρόθεσμα, είναι απαραίτητο να υπάρξει σχεδιασμός των ιατρικών ειδικοτήτων με βάση τις ανάγκες, και τη δημιουργία οικονομικών και επαγγελματικών κινήτρων για την αύξηση του αριθμού των Γενικών Ιατρών και Παθολόγων στη χώρα μας.

Τελειώνοντας, θα πρέπει να πούμε ότι είναι απαραίτητο η χώρα μας επιτέλους να αποκτήσει ένα σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας  υγείας που μπορεί να δανείζεται ιδέες, προσεγγίσεις και μεθοδολογίες από το εξωτερικό αλλά θα προσαρμόζεται στις ελληνικές γεωγραφικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Ένα σύστημα που θα βασίζεται τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα με κύριο στόχο την μείωση του φορτίου από τα χρόνια νοσήματα, την προώθηση μιας άλλης αντίληψης για την υγεία και την ευζωία. Οι αριστερές ιδεοληψίες και προκαταλήψεις περί κυρίαρχου ρόλου του δημοσίου τομέα σε ένα σύστημα υγείας είναι παρωχημένες και δεν βοηθούν ώστε να αποκτήσει ο λαός μας ένα σύστημα υγείας αντάξιο των αναγκών και προσδοκιών του.

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, Γιώργος Κοχιαδάκης