Ολόκληρο το άρθρο του Ηλία Κυριόπουλου* έχει ως εξής: 

Τα τελευταία χρόνια, τα συστήματα υγείας διεθνώς έχουν βρεθεί αντιμέτωπα με μια σειρά κραδασμών και κρίσεων διαφορετικής φύσης και έντασης. Αναπόφευκτα, η πρόσφατη πανδημία έθεσε στο δημόσιο διάλογο το ζήτημα της βιωσιμότητας και της ανθεκτικότητας των συστημάτων υγείας, που καλούνται να απαντήσουν στις προκλήσεις της εποχής. Παράλληλα, η πανδημία ανέδειξε τη σημασία της επένδυσης σε δράσεις και προγράμματα πρόληψης και τόνισε με τον πλέον εμφατικό τρόπο το ρόλο της δημόσιας υγείας ως καίριου και διακριτού πόλου δημόσιας πολιτικής. Το γεγονός ότι ο εμβολιασμός αποτέλεσε το βασικό εργαλείο αντιμετώπισης της πανδημικής κρίσης και της επιστροφής στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα δημιουργεί ένα momentum. Η πολιτική για την πρόληψη και τα εμβόλια βρέθηκε στο επίκεντρο της δημόσιας πολιτικής, ενώ διαχρονικά αποτελούσε ένα παραμελημένο και υποτιμημένο ζήτημα.

Υπό αυτό το πλαίσιο, όπως και σε άλλα ζητήματα τεχνολογιών υγείας, βρισκόμαστε ενώπιον κρίσιμων επιλογών. Πώς αξιολογείται η κλινική αξία των εμβολίων; Χρειάζεται να αξιολογούμε ευεργετικές παρεμβάσεις για την υγεία και με οικονομικούς όρους; Πόσο επιβαρύνεται ο προϋπολογισμός υγείας από την εισαγωγή ενός νέου εμβολίου; Αξίζει να αποζημιώσουμε ένα καινούριο και ακριβότερο εμβόλιο όταν υπάρχουν άλλα διαθέσιμα; Εν τέλει, πώς πρέπει να λαμβάνουμε τις αποφάσεις για τη χορήγηση των εμβολίων;

Αναμφίβολα, η κατανομή των οικονομικών πόρων στον υγειονομικό τομέα αποτελεί μια δύσκολη άσκηση. Οι διαθέσιμοι πόροι είναι περιορισμένοι και μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε εναλλακτικές δράσεις και παρεμβάσεις. Παράλληλα, έχουν κόστος ευκαιρίας: η χρηματοδότηση ενός εμβολίου σημαίνει ότι οι πόροι που διατέθηκαν δε μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότησης μιας άλλης τεχνολογίας υγείας. Υπό αυτό το πρίσμα, η οικονομική αξιολόγηση – ως ένα εργαλείο συγκριτικής ανάλυσης του κόστους και της αποτελεσματικότητας εναλλακτικών επιλογών – (πρέπει να) αποτελεί μια αναπόσπαστη συνιστώσα κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τη διαμόρφωση μιας τεκμηριωμένης και βιώσιμης εμβολιαστικής πολιτικής. Μια τέτοια προσέγγιση, επιτρέπει στα συστήματα υγείας να μεγιστοποιήσουν το υγειονομικό όφελος που προκαλείται από ένα συγκεκριμένο προϋπολογισμό. Παράλληλα – όπως επισημάνθηκε στην πρόσφατη έκθεση του Partnership for Health System Sustainability and Resilience για την Ελλάδα – η διαμόρφωση ενός συγκροτημένου πλαισίου οικονομικής αξιολόγησης όλων των τεχνολογιών υγείας αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση της αποδοτικότητας και της μακροχρόνιας χρηματοδοτικής βιωσιμότητας του συστήματος υγείας.

Είναι η επίτευξη της οικονομικής αποδοτικότητας το βασικό κριτήριο; Προφανώς, και όχι. Πρώτον, υπάρχουν παράγοντες που αφορούν την ίδια την ασθένεια, όπως η νοσοεπιβάρυνση, οι προτεραιότητες δημόσιας υγείας καθώς και οι υφιστάμενες στρατηγικές για την πρόληψη και τον έλεγχο της διασποράς της νόσου στην κοινότητα. Δεύτερον, διαδραματίζουν ρόλο τα ίδια τα χαρακτηριστικά του εμβολίου σε σχέση με παράγοντες όπως η ασφάλεια, η δραστικότητα, η αποτελεσματικότητα, η δοσολογία και η διαθεσιμότητα του. Τρίτον, πρέπει να συνεκτιμάται η δυνατότητα του εμβολιαστικού προγράμματος και του συστήματος υγείας να διανείμει το εμβόλιο και να διευκολύνει την πρόσβαση σε αυτό. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων στην πολιτική υγείας είναι πολύ πιο σύνθετη και η μεθοδολογική προσέγγιση για την τεκμηρίωση της (πρέπει να) είναι διεπιστημονική, λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά από άλλες παραμέτρους που διαμορφώνουν την έννοια της «αξίας» ενός εμβολίου από κλινική, επιδημιολογική, βιοηθική και κοινωνική οπτική. Άλλωστε, τα εμβόλια δημιουργούν κέρδη σε όρους παραγωγικότητας και παράπλευρα θετικά αποτελέσματα, ενώ η ανοσοποίηση μέσω του εμβολιασμού συνιστά δημόσιο αγαθό.

Ποιο είναι, όμως, το διακύβευμα στη μετά-πανδημική εποχή; Η «μεγάλη εικόνα» βεβαίως αφορά τη διασφάλιση της πρόσβασης σε νέα, ασφαλή και αποτελεσματικά εμβόλια για τους Έλληνες πολίτες. Ωστόσο, για να διαμορφωθεί μια μακρόπνοη και βιώσιμη εμβολιαστική πολιτική χρειάζεται να εναρμονίσουμε τα κριτήρια και τη διαδικασία λήψης αποφάσεων με τη βέλτιστη διεθνή πρακτική. Πρώτον, χρειάζονται σημαντικές θεσμικές αλλαγές στο σύστημα αξιολόγησης και διαπραγμάτευσης των τεχνολογιών υγείας, που θα βασίζεται σε πολύ συγκεκριμένα κριτήρια, ώστε να διασφαλίζεται η απαιτούμενη επιστημονική τεκμηρίωση σε κλινικούς, επιδημιολογικούς αλλά και οικονομικούς όρους. Δεύτερον, σε διαρθρωτικό και λειτουργικό επίπεδο, ο φορέας για την αξιολόγηση τεχνολογίας υγείας πρέπει να μετατραπεί σε αυτόνομο οργανισμό στελεχωμένο με καταρτισμένα στελέχη πλήρους απασχόλησης και υψηλής εξειδίκευσης. Τρίτον, πρέπει να δημοσιεύεται η ανάλυση και το σκεπτικό των αποφάσεων αξιολόγησης, τόσο για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων δεδομένων όσο και για τη διασφάλιση της διαφάνειας και της λογοδοσίας κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Τέταρτον, χρειάζονται επιπλέον θεσμικές αλλαγές, ώστε να διασαφηνιστεί ο ρόλος και οι αρμοδιότητες της επιτροπής αξιολόγησης τεχνολογίας υγείας και της επιτροπής εμβολιασμών.

Η εμπειρία της πανδημίας, σε συνδυασμό με τη δεδηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης και την ευρεία πολιτική αποδοχή δημιουργούν ευνοϊκές προϋποθέσεις για σημαντικές αλλαγές και άσκηση τεκμηριωμένης δημόσιας πολιτικής στην πρόληψη και τον εμβολιασμό. Η «νέα δημόσια υγεία», ωστόσο, πρέπει αναπόφευκτα να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να απαντά στις προκλήσεις των καιρών μας με διεπιστημονική προσέγγιση από την κλινική ιατρική, την επιδημιολογία, τη στατιστική, τα οικονομικά και τις συμπεριφορικές και κοινωνικές επιστήμες. Εν τέλει, χρειάζεται πράγματι σημαντική επένδυση στον εμβολιασμό. Αλλά και επένδυση στα δεδομένα και την επιστημονικά τεκμηριωμένη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τι πραγματικά αξίζει, πόσοι και πόσο πραγματικά ωφελούνται και πώς μπορούμε να μεγιστοποιήσουμε το όφελος του εμβολιασμού.

* Ο κ. Ηλίας Κυριόπουλος είναι επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας,  London School of Economics and Political Science (LSE) 

 * Η MSD Ελλάδος υποστηρίζει την πρωτοβουλία του «Πρώτου Θέματος» να αναδείξει τη σημασία του εμβολιασμού. Η φαρμακευτική εταιρεία δεν έχει καμιά ανάμειξη στην επιλογή των αρθρογράφων και στο περιεχόμενο των κειμένων.