Τα lockdown και τα περιοριστικά μέτρα για τη διασπορά του κορωνοϊού άλλαξαν την καθημερινότητα όλων των ανθρώπων, επηρεάζοντας τις συνθήκες εργασίας και κοινωνικοποίησης. Μια νεότερη έκθεση του European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC) συνοψίζει την επίδραση της τηλεργασίας στην εργασιακή και προσωπική ζωή.

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη εξέτασε τους πολίτες των 27 κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) μεταξύ Μαρτίου 2020 και Μαΐου 2022. Τα δεδομένα που προέκυψαν από την ηλεκτρονική έρευνα “Living, Working and COVID-19” του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (Eurofound) και τη βάση δεδομένων Response Measures του Ευρωπαϊκού Κέντρου Πρόληψης και Ελέγχου Ασθενειών (ECDC) και του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC). Στη συνέχεια, αναλύθηκαν με τη χρήση μοντέλων λογιστικής παλινδρόμησης προσαρμοσμένων για κοινωνικο-δημογραφικούς και χωρικούς παράγοντες.

Όπως διαπιστώθηκε, τα μέτρα περιορισμού επηρέασαν σημαντικά τους ενήλικες, διαταράσσοντας τις ισορροπίες μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Πιο συγκεκριμένα, το κλείσιμο των σχολείων και η τηλεργασία, μείωσαν την πίεση της εργασίας στην προσωπική και οικογενειακή ζωή, ελαττώνοντας τον χρόνο εργασίας και την κούραση από την εργασία.

Από την άλλη όμως, ιδίως οι πολιτικές παραμονής στο σπίτι και η τηλεργασία, αύξησαν την τάση των Ευρωπαίων ενηλίκων να ανησυχούν για την εργασία τους εκτός του ωραρίου εργασίας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μείωσαν τη συγκέντρωση στην εργασία και τον χρόνο εργασίας τους λόγω των οικογενειακών υποχρεώσεων.

Όπως είναι προφανές, ορισμένες ομάδες ατόμων επηρεάστηκαν περισσότερο από την παραμονή στο σπίτι. Για παράδειγμα, τα άτομα που είχαν υπό την ευθύνη τους μικρά παιδιά πλήττονταν περισσότερο από τα περιοριστικά μέτρα και το κλείσιμο των σχολείων, ενώ επωφελούνταν λιγότερο από την τηλεργασία. Αντίθετα, στα άτομα ηλικίας κάτω των 35 ετών, στα άτομα χωρίς παιδιά στο σπίτι, σε όσα ζούσαν στην ύπαιθρο και τα άτομα από τις βόρειες χώρες της ΕΕ τα περιοριστικά μέτρα και η τηλεργασία είχαν πιο θετικό αντίκτυπο, όσον αφορά τις συγκρούσεις μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής και περιορισμένο ή ασήμαντο αρνητικό αντίκτυπο στον βαθμό στον οποίο ανησυχούσαν για την εργασία τους.

Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν επίσης ότι τέτοιες πολιτικές θα πρέπει να εξετάζουν τρόπους για να μειωθεί η επιβάρυνση από τις οικογενειακές υποχρεώσεις και τη σύγκρουσή τους με την εργασία από απόσταση, ιδίως για όσους ζουν με παιδιά κάτω των 12 ετών. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να γίνει και μια έρευνα σχετικά με τις πρακτικές που βελτιώνουν την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής