Τον διαφορετικό βηματισμό, που αναπτύσσει κάθε ευρωπαϊκή χώρα για να δώσει πρόσβαση στους πολίτες της στις νέες καινοτόμες θεραπείες, αποτυπώνει για μια ακόμη φορά η εφετινή, ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA). Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, προκύπτει ότι η χώρα μας έχει ανοίξει βήμα επιτυγχάνοντας να προσεγγίζει τις χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης, ιδίως στην κάλυψη των ασθενών με ογκολογικές και σπάνιες παθήσεις (πρόσβαση σε ογκολογικά και ορφανά φάρμακα, αντίστοιχα), αλλά χρειάζεται να διανύσει σημαντική απόσταση ακόμη. 

Σύμφωνα με την έρευνα, εκ των 168 φαρμάκων τα οποία έλαβαν έγκριση κυκλοφορίας την περίοδο 2018-2021, κατά μέσο όρο 76 φάρμακα ήταν διαθέσιμα στις 37 χώρες της Ευρώπης που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Η μέση διαθεσιμότητα των νέων καινοτόμων φαρμάκων στην Ευρώπη εκτιμάται στο 45% για το έτος 2022 (50% για τα ογκολογικά φάρμακα και 39% για τα ορφανά φάρμακα).

Αντίστοιχα, ο μέσος χρόνος για την αποζημίωσή τους από τα συστήματα υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) υπολογίσθηκε στις 517 ημέρες, 6 ημέρες περισσότερες από το αντίστοιχο μέσο χρονικό διάστημα που είχε προκύψει από την ίδια έρευνα το περασμένο έτος  (526 ημέρες για τα ογκολογικά φάρμακα και 625 ημέρες για τα ορφανά φάρμακα). 

Το προφίλ της μελέτης 

Η έρευνα για την εκτίμηση του δείκτη W.A.I.T(Waiting toAccess  Innovative Therapiesδιενεργείται ετησίως από την EFPIA με σκοπό την αποτύπωση του βαθμού πρόσβασης των ασθενών στις νέες καινοτόμες θεραπείες σε 37 χώρες της Ευρώπης. Η έρευνα αφορά στα φάρμακα που έχουν εγκριθεί από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) τα προηγούμενα 4 χρόνια του κάθε έτους δημοσίευσης, εκτιμώντας 2 βασικούς επιμέρους δείκτες:

α) τη διαθεσιμότητα των νεών καινοτόμων θεραπειών (στην παρούσα έρευνα αυτά που είχαν ημερομηνία έγκρισης από τον ΕΜΑ εντός της περιόδου 2018-2022) ανά χώρα

β) τον χρόνο που περνά από την ημερομηνία έγκρισής τους από τον EMA έως την ημερομηνία έναρξης της αποζημίωσή τους από τα συστήματα υγείας. 

Η πρόσβαση των Ελλήνων στα νέα φάρμακα 

Στην Ελλάδα, το 2022, περίπου το 54% των φαρμάκων που εγκρίθηκαν από τον ΕΜΑ κατά την αμέσως προηγούμενη τετραετία, είναι διαθέσιμα για τους Έλληνες ασθενείς. 

Η χώρα εμφανίζει διαθεσιμότητα υψηλότερη του μέσου όρου διαθεσιμότητας της ΕΕ (47% ) και βρίσκεται περίπου μεταξύ των χωρών της δυτικής και βόρειας Ευρώπης και των χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. 

Ο σχετικός δείκτης για τα ογκολογικά και ορφανά φάρμακα εκτιμάται υψηλότερος, και καταγράφεται σε 70% και 56%, αντίστοιχα, την ώρα που ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι 50% για τα ογκολογικά φάρμακα και 39% για τα ορφανά φάρμακα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε ό,τι αφορά τις σοβαρές ασθένειες οι Έλληνες ασθενείς έχουν πρόσβαση στα φάρμακα που αφορούν σε σοβαρές και απειλητικές ασθένειες.

Ενώ η διαθεσιμότητα των νεών φαρμάκων εμφανίζεται ικανοποιητική συγκριτικά με τον σχετικό μέσο όρο, η πλειοψηφία των αποζημιούμενων φαρμάκων εμφανίζονται ως περιορισμένης και όχι πλήρους διαθεσιμότητας. 

Ειδικότερα, το 58% των διαθέσιμων νέων φαρμάκων στην Ελλάδα, έναντι ευρωπαϊκού μέσου όρου 31%, βρίσκεται σε καθεστώς περιορισμένης διαθεσιμότητας ή αποζημίωσης (66% και 68% των ογκολογικών και ορφανών φαρμάκων, αντίστοιχα) αντικατοπτρίζοντας κυρίως τα φάρμακα τα οποία διατίθενται μέσω του Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ). 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η πρόσβαση στις νέες θεραπείες δεν γίνεται με τον ίδιο τρόπο για όλους τους ασθενείς στη χώρα μας. Το σύστημα και οι σχετικές διαδικασίες δεν προσφέρουν καθολική πρόσβαση στις θεραπείες, καθώς αυτή εξαρτάται από την πρωτοβουλία του θεράποντος ιατρού, από το αν τα νέα φάρμακα εντάσσονται σε κατηγορίες που μπορούν να διατίθενται μέσω ΣΗΠ και από το καθεστώς χορήγησης του φαρμάκου σε συγκεκριμένες θεραπευτικές κατηγορίες στις οποίες μπορούν να ανήκουν οι ασθενείς.  

Κι ενώ στη διαθεσιμότητα των νέων θεραπειών η Ελλάδα κινείται περίπου στο μέσο όρο της ΕΕ, στον χρόνο αποζημίωσης μιας νέας θεραπείας εμφανίζεται να υστερεί σημαντικά του μέσου χρόνου στην ΕΕ καθώς αυτός υπολογίζεται σε 674 ημέρες (έναντι 517 ημερών στις χώρες της ΕΕ, δηλαδή χρονική καθυστέρηση 5 μηνών). 

Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο η μέση διαθεσιμότητά όσο και ο μέσος χρόνος αποζημίωσης των νεών φαρμάκων στην εφετινή έρευνα επηρεάζονται από τις τεράστιες καθυστερήσεις που εμφανίσθηκαν στην Ελλάδα τη διετία 2018-2019, ενώ θεωρείται βέβαιον ότι οι έρευνες των επομένων ετών θα αποτυπώσουν τη βελτίωση των χρονοδιαγραμμάτων αποζημίωσης της τελευταίας περιόδου στην χώρα όπως προκύπτει από πρόσφατη δημοσιευμένη μελέτη, αλλά και την εμπειρία από τη λειτουργία των αρμόδιων επιτροπών (ΕΑΑΦΑΧ και Διαπραγμάτευσης) ιδιαίτερα το περασμένο έτος.

Το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης 

Πέραν των ανωτέρω, η έρευνα αναλύει τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη διαθεσιμότητα αλλά και τον χρόνο ένταξης των νέων φαρμάκων στο πλαίσιο αποζημίωσης, οι οποίοι ταξινομούνται στις εξής κατηγορίες: α) χρόνος έγκρισης κυκλοφορίας (ΕΜΑ), β) διαδικασίες τιμολόγησης και αποζημίωσης, γ) διαδικασίες αξιολόγησης της αξίας των νεών φαρμάκων δ) περιορισμοί των συστημάτων υγείας και πόροι και εύπαρξη διαδικασιών έγκρισης σε περιφερειακό και όχι σε εθνικό επίπεδο. 

Εκτός των παραγόντων στις κατηγορίες α και ε οι οποίες δεν αφορούν στην Ελλάδα, στις υπόλοιπες κατηγορίες θεωρείται πως υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης της χώρας. Το μείζον πρόβλημα εντοπίζεται στη χρηματοδότηση της φαρμακευτικής περίθαλψης, η οποία χαρακτηρίζεται από σοβαρές στρεβλώσεις και ανεπάρκεια του συστήματος να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ασθενών.

Όπως αποτυπώνεται σε πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για το έτος 2021η κατά κεφαλήν δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου (243 έναντι 321) ενώ η ιδιωτική υπερβαίνει σημαντικά το αντίστοιχο μέσο μέγεθος (200€ έναντι 135€). Η απόκλιση αυτή αποδίδεται στο γεγονός πως το 2021 η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη χρηματοδοτείται κατά το ήμισυ (50,4%) από δημόσιους πόρους, με το 33,3% αυτής να χρηματοδοτείται από τη φαρμακοβιομηχανία (μέσω υποχρεωτικών εκπτώσεων, claw back και επιστροφών, rebate) και το 16,4% από τους ασθενείς. Ομοίως η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη χρηματοδοτείται επίσης κατά 50% από το σύστημα υγείας και το υπόλοιπο από τη βιομηχανία.