Σε μια δραματική εκτίμηση για τις μελλοντικές φορολογικές επιβαρύνσεις των φαρμακευτικών εταιρειών λόγω της υποβολής clawback και rebate καταλήγει μελέτη επιστημονικής ομάδας με επικεφαλής τον Καθηγητή, Ακαδημαϊκό Συντονιστή MBA – Υγείας, στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) Γιάννη Υφαντόπουλο. Με βάση την εκτίμηση αυτή σε ορίζοντα 7ετίας οι επιβαρύνσεις θα ξεπεράσουν τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ από περίπου 1,5 δισ. ευρώ που είναι σήμερα!

Ειδικότερα, σύμφωνα με τη μελέτη «Διερευνώντας την επίπτωση της υποκατάστασης της δημόσιας χρηματοδότησης της εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα», χωρίς διαρθρωτικές παρεμβάσεις και με τις παρατηρούμενες τάσεις, προβλέπεται μέχρι το 2030 το clawback να φτάσει τα 2,07 δισ. ευρώ και τα rebates το 1,05 δισ. ευρώ.

Η μελέτη δημοσιοποιήθηκε στο πλαίσιο των Αναρτημένων Ανακοινώσεων (Posters) στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές της Υγείας 2022, με τίτλο «Βιωσιμότητα και ανθεκτικότητα: Διασφαλίζοντας το μέλλον των συστημάτων υγείας».

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη, την περίοδο της οικονομικής κρίσης, στα πλαίσια των τριών μνημονίων (2010, 2012 και 2015) που υπογράφηκαν μεταξύ της Ελληνικής Κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, συμφωνήθηκε μία σειρά μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούσαν στην δημοσιονομική εξυγίανση του τομέα της υγείας και του φαρμάκου.

Η εξυγίανση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης εστίασε σε μέτρα περιορισμού του κόστους, συμπεριλαμβάνοντας οριζόντιες μειώσεις των δαπανών, αυξημένη συμμετοχές των ασθενών, εκτεταμένα rebates και «ταβάνι» στον ετήσιο κλειστό δημόσιο προϋπολογισμό, με τις υπερβάσεις να επιστρέφονται από την βιομηχανία ως clawback και rebates.

Με βάση την ανάλυση των στοιχείων λοιπόν, αυστηρές πολιτικές συγκράτησης της φαρμακευτικής δαπάνης μπορεί να αποβούν αναποτελεσματικές μετακυλίοντας το κόστος τους ασθενείς και στην βιομηχανία, οδηγώντας σε χαμηλότερα επίπεδα υγείας και οξυμένες ανισότητες. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να εκτιμήσει τις επιπτώσεις των μηχανισμών αυτόματων επιστροφών clawback και rebates στην βιωσιμότητα της φαρμακοβιομηχανίας στην Ελλάδα.

Πιο συγκεκριμένα, αναλύοντας την εξέλιξη της εξωνοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης μεταξύ 2010 – 2018, παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της δημόσιας χρηματοδότησης η οποία έφτασε το – 76%, όταν την ίδια στιγμή εκτινάχθηκε η συνεισφοράς της φαρμακοβιομηχανίας ποσοστό 419%, στην Ελλάδα.

Επίσης παρατηρείται ένα φαινόμενο υποκατάστασης, καθώς μειώνοντας κατά 10% τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, η βιομηχανία επιβαρύνεται κατά 53% σε clawback και 21% σε rebate.

Να επισημάνουμε ακόμα ότι η Ελλάδα κατέγραψε τα υψηλότερα επίπεδα clawback 27,3% ως συμβολή στη φαρμακευτική δαπάνη, συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι στο 8,6%, χωρίς να αποτυπώνεται παράλληλα μια βέλτιστη και αποτελεσματική χρήση των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων.

Συμπεράσματα

Η μελέτη καταλήγει λοιπόν στα παρακάτω βασικά συμπεράσματα:

  • Η σημαντική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στα πλαίσια των μέτρων λιτότητας που υιοθετήθηκαν την περίοδο της κρίσης, δημιούργησε ένα μη βιώσιμο περιβάλλον για την φαρμακευτική βιομηχανία στην Ελλάδα.
  • Το βάρος χρηματοδότησης της φαρμακευτικής περίθαλψης σταδιακά μετακυλήθηκε από το κράτος τους ασθενείς και στην φαρμακοβιομηχανία.
  • Θα πρέπει να προσδιοριστούν μέτρα πολιτικής υγείας για την σταδιακή μείωση του clawback μέχρι το 2025, σύμφωνα με τους στόχους του Tαμείοy Aνάκαμψης και Aνθεκτικότητας και συγκεκριμένα μείωση κατά 50 εκατ. ευρώ, 150 εκατ. ευρώ, 300 εκατ. ευρώ και 400 εκατ. ευρώ αντίστοιχα για τα έτη 2022, 2023, 2024 και 2025, για την εξάλειψη του μηχανισμού αυτόματων επιστροφών.
  • Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και φαρμακοβιομηχανίας θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας στην Ελλάδα.

Διαβάστε επίσης:

Υπουργείο Υγείας: Ξεχωριστό κονδύλι για καινοτόμα φάρμακα