Σημαντική επιδείνωση παρουσίασε η παροχή υπηρεσιών υγείας στα άτομα που ζουν με HIV λοίμωξη στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της πανδημίας με αποτέλεσμα να υπάρχει ο κίνδυνος σημαντικής υποδιάγνωσης νέων περιπτώσεων. Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία παρουσίασε η Βησσαρία Σακκά, Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος, Επιμελήτρια A στη Γ’ Παθολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή, ΕΚΠΑ ΓΝΝΘΑ «Η Σωτήρια», μόνο κατά το πρώτο lockdown το 2020 μειώθηκε κατά 51% ο αριθμός των εξυπηρετούμενων ατόμων και κατά 50% των τεστ. Η αιτία ήταν η υποστελέχωση των μονάδων που επιδεινώθηκε τους επόμενους 12 μήνες.

Όπως ανέφερε η λοιμωξιολόγος κατά τη διάρκεια του 34ου Πανελλήνιου Συνέδριου AIDS, οι Μονάδες Λοιμώξεων (Μ.Λ.) και τα τακτικά Εξωτερικά Ιατρεία παρακολούθησης ατόμων με HIV λοίμωξη ανέστειλαν τη λειτουργία τους κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown. Το προσωπικό τους ανακατανεμήθηκε για να υποστηρίξει τη φροντίδα των ασθενών με COVID-19, ενώ υπέστη και τις συνέπειες της διαχείρισης ασθενών με COVID-19, όπως ασθένεια, καραντίνα, ειδικές άδειες κλπ.

Όλα αυτά συνετέλεσαν σε σημαντικό περιορισμό του διαθέσιμου προσωπικού των Μ.Λ., με αποτέλεσμα λιγότερα διαθέσιμα προγραμματισμένα ραντεβού, μειωμένη προσέλευση ασθενών, λιγότερες εργαστηριακές δοκιμασίες και λιγότερες παραπομπές για ειδικές εξετάσεις ή αξιολογήσεις από κλινικούς ιατρούς άλλων ειδικοτήτων.

Περαιτέρω, με την επιβολή των μέτρων του εγκλεισμού, διακόπηκε η λειτουργία της υπηρεσίας εξυπηρέτησης ατόμων χωρίς ραντεβού (“drop-in”) και η παρακολούθηση των ατόμων με HIV γινόταν αυστηρά και μόνο κατόπιν ραντεβού, με περιορισμένη διαθεσιμότητα, πολλές φορές μόνο στο πλαίσιο του επείγοντος περιστατικού. Αν και οι Μ.Λ. σε συνεργασία με τα φαρμακεία των νοσοκομείων προσπάθησαν να εξυπηρετήσουν τα άτομα με HIV με πολύμηνες φαρμακευτικές συνταγές, ώστε να μην απαιτείται η μηνιαία προσέλευση στο νοσοκομείο, εντούτοις αναδείχθηκε σημαντικό κενό στη δυνατότητα συντονισμένης και θεσμοθετημένης υποστήριξης και συμβουλευτικής των ατόμων αυτών από τους θεράποντες μέσω τηλεφώνου ή διαδικτύου (τηλεϊατρική) αλλά και στη διαχείριση του άγχους τους σχετικά με τη νόσο.
Οι συνθήκες αυτές, έγινε φανερό, ότι επηρέασαν τη συνέχεια της φροντίδας και στην Ελλάδα.

Τι καταγράφεται σε ειδική έρευνα

Σύμφωνα δε με έρευνα σε 13 Μ.Λ. την οποία διενήργησαν οι Ελληνική Εταιρεία Μελέτης και Αντιμετώπισης του AIDS (Ε.Ε.Μ.Α.Α.) και Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων (Ε.Ε.Λ.) διαπιστώνονται τα εξής σχετικά τις επιπτώσεις του πρώτου locκdown:

  • Ο μέσος όρος ιατρικού προσωπικού ήταν 3,3 άτομα, εκ των οποίων ειδικευμένοι με αποκλειστική απασχόληση στη Μ.Λ. μόλις 1 (εύρος 0-4) και ειδικευμένοι με μερική απασχόληση 1,46 (εύρος 0-3).
  • Πλήρης απουσία νοσηλευτικού προσωπικού καταγράφεται σε 4 από τις 13 Μ.Λ., ενώ στις υπόλοιπες 9 που διαθέτουν νοσηλευτικό προσωπικό αναφέρονται 2,16 άτομα (εύρος 0-8)
  • Σημαντικότερες είναι οι ελλείψεις που καταγράφονται σε διοικητικό προσωπικό, με τις μισές περίπου Μ.Λ. (6/13) να δηλώνουν ότι δεν διαθέτουν, ενώ από τις υπόλοιπες αναφέρονται μόλις 0,67 άτομα
  • Πρόσβαση σε ψυχολόγο έχουν μόλις 5 Μ.Λ.

Όμως κι αυτή η κακή εικόνα έγινε χειρότερη από την ανάγκη διαχείρισης της COVID-19. Το 40% των ιατρών των Μ.Λ. δήλωσε ότι κλήθηκε να ασχοληθεί με τη διαχείριση της COVID-19 σχεδόν αποκλειστικά (75% -100% του χρόνου του), ενώ οι υπόλοιποι απασχολήθηκαν με τη διαχείριση της πανδημίας κατά μέσο όρο στο 50% του χρόνου τους.

Επιπλέον, περίπου 1 στους 4 νοσηλευτές των Μ.Λ. ασχολήθηκαν σχεδόν αποκλειστικά πλέον με τη διαχείριση της COVID-19 (75%
-100% του χρόνου τους), ιδίως στις κλινικές που μετατράπηκαν σε κλινικές αναφοράς για την πανδημία.

Τα Εξωτερικά Ιατρεία (Ε.Ι.) για τον HIV επηρεάστηκαν από την πανδημία. Πιο συγκεκριμένα ενεργά για τακτική προγραμματισμένη παρακολούθηση έμειναν μόλις το 23% ή περίπου 1 στα 4, όλα σε νοσοκομεία που δεν μετατράπηκαν σε νοσοκομεία αναφοράς για την COVID-19.

Πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των Ε.Ι. παρέμεινε ενεργή για συνταγογράφηση (84% στο σύνολο του δείγματος, 77% σε νοσοκομεία αναφοράς COVID-19 και 87% σε νοσοκομεία που δεν μετατράπηκαν σε κλινικές COVID-19), αλλά και για έκτακτα περιστατικά (80%),
κυρίως στα νοσοκομεία που δεν μετατράπηκαν σε κλινικές COVID-19.

Ενδεικτικό της δυσχέρειας λειτουργίας ήταν ότι παραπάνω από τα μισά Ε.Ι. (7/13) δήλωσαν ότι πρόσφεραν σε μηνιαία βάση υπηρεσίες φροντίδας σε 1-5 άτομα με HIV που παρακολουθούνταν σε άλλη Μ.Λ. λόγω αδυναμίας της δεύτερης
να τους εξυπηρετήσει λόγω της πανδημίας.

Επίπτωση στα άτομα με HIV

H έρευνα αποδεικνύει ακόμη ότι ο μέσος όρος των ατόμων με HIV που εξυπηρετούνταν στις Μ.Λ. και τα Ε.Ι. μειώθηκε το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020 κατά 51% σε σχέση με το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020 (από 254 σε 125 άτομα), για να αποκατασταθεί σχεδόν στα προηγούμενα επίπεδα με την απελευθέρωση της κυκλοφορίας τον Ιούνιο του 2020 (μέσος όρος Ιουνίου 2020, 209 άτομα).

Αντίστοιχη μείωση κατά 50% σημείωσαν και οι νέες διαγνώσεις (μέσος όρος Μαρτίου-Μαΐου 2020, 2 έναντι 4 το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020). Το πιο ανησυχητικό εύρημα ήταν ότι διπλασιάστηκε ο αριθμός των νεοδιαγνωσμένων ατόμων που παρουσιάστηκαν με CD4<350/μL (late presenters), από 38,4% το διάστημα Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020 σε 64% το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020. Η αύξηση αυτή αποδόθηκε κυρίως (66%) στην έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης των ασθενών σε δομές υγείας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, και δευτερευόντως (43%) στην έλλειψη διαθεσιμότητας ελέγχου (testing) στην κοινότητα.

Αντίστοιχα, μείωση μεγαλύτερη του 75% που αγγίζει το 100% καταγράφηκε και στη δυνατότητα των Μ.Λ. και των Ε.Ι. να διενεργήσουν επιβεβαιωτικές εξετάσεις για την HIV λοίμωξη, κυρίως αντισωμάτων, CD4, ιϊκού φορτίου και γονοτυπικής αντοχής.

Φυσικό επακόλουθο της σημαντικά μειωμένης προσέλευσης αλλά και διενέργειας εξετάσεων επιβεβαίωσης της HIV λοίμωξης ήταν η μείωση κατά 44% των νέων ενάρξεων αντιρετροϊκής θεραπείας το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου 2020 έναντι του διαστήματος Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020.

Τι έγινε ένα χρόνο μετά

Η ίδια έρευνα επαναλήφθηκε ένα χρόνο μετά όπου φάνηκε ότι η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη. Συγκεκριμένα από τις 12 Μ.Λ. που συμμετείχαν:

  • Χωρίς νοσηλευτικό προσωπικό ήταν οι μισές (6/12)
  • Χωρίς διοικητικό προσωπικό μία στις τέσσερις  (3/12)
  • Χωρίς πρόσβαση σε ψυχολόγο πάνω από τις μισές (7/12)

Ακόμη διαπιστώθηκε ότι για τα άτομα που εξυπηρετούνται από τις συγκεκριμένες μονάδες υπήρχαν 24 εξειδικευμένοι γιατροί (+5 χωρίς μόνιμη σχέση εργασίας) και 7 ειδικευόμενοι, γεγονός το οποίο μεταφράζεται σε περίπου 180 ασθενείς ανά ιατρό ή 270 ασθενείς ανά μόνιμο ιατρό δηλαδή ένα πολύ μεγάλος αριθμός ασθενών, πολύ μακριά από αυτό που θεωρείται μια ιδανική αναλογία.

Επίσης οι εργαζόμενοι Νοσηλευτές ήταν 24 μόνιμοι (+6 επικουρικοί), 5 Ψυχολόγοι και 10 άτομα Διοικητικό προσωπικό.

Διαπιστώθηκε ακόμη ότι υπήρξαν πολύ λιγότεροι μόνιμοι ασθενείς δηλαδή μόνο 163 νέοι ασθενείς που βρέθηκαν στις συγκεκριμένες μονάδες το 1ο εξάμηνο του 2021 λόγω είτε μείωση προσέλευσης (κατά 70%) είτε λόγω της έλλειψης διαθέσιμου προσωπικού (κατά 30%).
Επίσης αυξήθηκε (47%) ο αριθμός των νεοδιαγνωσμένων ατόμων που παρουσιάστηκαν με CD4<350/μL (late presenters), ενώ έγιναν και πολύ λιγότερες εξετάσεις  λόγω προβλήματα στη διαθεσιμότητα εξετάσεων.
Ακόμη φάνηκε ότι 9 στις μονάδες 12 σημειώθηκε  αποσπασματική αξιολόγηση συνυπαρχόντων προβλημάτων υγείας και στις 11 από τις 12 διαπιστώθηκε καθυστερημένη διασύνδεση με ειδικό για συννοσηρότητες.

Διαβάστε επίσης:

Λοίμωξη HIV: Μείωση των κρουσμάτων στην Ελλάδα το 2022