Η λειτουργία των ΜΕΘ ακόμα και με την τεράστια έλλειψη προσωπικού στην Ελλάδα, είναι ασφαλής, γιατί οι άνθρωποι που δουλεύουν στις εντατικές κάνουν τα αδύνατα δυνατά να τα καταφέρουν και να σώσουν ζωές, δηλώνει στο Πρακτορείο FM η καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής θεραπείας, διευθύντρια ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας Αναστασία Kοτανίδου.

Η καθηγήτρια παραδέχεται το μεγάλο κενό που υπάρχει στην ειδικότητα των εντατικολόγων, επισημαίνοντας ότι την επόμενη πενταετία δεν θα υπάρχουν νέοι γιατροί και εξηγεί γιατί: «Από μία μικρή καταγραφή που έκανα στο 90% των μονάδων στην Ελλάδα, φαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, πάνω από 170 άτομα, είναι διευθυντές. Και το 25% από αυτούς είναι άνω των 60. Το ποσοστό, άνω των 55 είναι πολύ μεγαλύτερο. Στη χώρα μας, από τις 210 θέσεις που έχουμε για εξειδίκευση στην εντατική θεραπεία, οι 149 είναι κενές. Το 72% δηλαδή από τις θέσεις των νέων στελεχών είναι κενές».

Το ζητούμενο όπως επισημαίνει η κ. Κοτανίδου είναι να γίνει πιο ελκυστική η ειδικότητα, από πλευρά της Πολιτείας, αλλά όπως λέει μέχρι στιγμής μόνο υποσχέσεις υπάρχουν: «Έχουμε ακούσει υποσχέσεις από το υπουργείο και για επίδομα, όπως δόθηκε στους αναισθησιολόγους και όπως συζητείται για τους γιατρούς των επειγόντων, αλλά ακόμη δεν έχουμε δει κάτι χειροπιαστό. Βεβαίως ένα πάγιο αίτημα μας είναι να ενταχθούν νοσηλευτές και γιατροί στα βαρέα και ανθυγιεινά, έχουμε ζητήσει μεταξύ άλλων άδεια ειδικών συνθηκών σε ετήσια βάση, βελτίωση των συνθηκών του εργασιακού χώρου και αναβάθμιση εκπαίδευσης».

Έλλειψη 600 νοσηλευτών και 140 γιατρών στην εντατική θεραπεία

Για να λειτουργήσουν τα κρεβάτια που έχουμε αυτή τη στιγμή, (τα οποία έχουμε υπολογίσει ότι είναι περίπου 900 στο δημόσιο τομέα, χωρίς τα στρατιωτικά και τα ιδιωτικά) με ασφάλεια, χωρίς να έχουν επικαιροποιηθεί τα οργανογράμματα των νοσοκομείων, έχουμε έλλειψη περίπου 600 νοσηλευτών και περίπου 140 γιατρών, προκειμένου να έχουμε την ελάχιστα αποδεκτή αναλογία, που είναι τέσσερις νοσηλευτές ανά κρεβάτι, αναφέρει η γνωστή πνευμονολόγος. Και το ερώτημα που προκύπτει εύλογα, είναι αν τελικά είναι η επισφαλής η λειτουργία των εντατικών στη χώρα τη στιγμή που συνήθως το μεγαλύτερο διάστημα δουλεύουν με μία αναλογία 2:1 ή 2,2:1, όπως άλλωστε η ίδια έχει αναφέρει σε πρόσφατη ομιλία της. «Είναι λάθος αυτό το συμπέρασμα. Αυτή τη στιγμή οι άνθρωποι στις εντατικές με τεράστιο κόπο προσπαθούν να καλύψουν αυτά τα κενά και για αυτό ακριβώς το λόγο δεν είναι επισφαλής η λειτουργία τους. Ωστόσο η αύξηση του αριθμού νοσηλευτών επιφέρει μείωση του αριθμού λοιμώξεων και κατ’ επέκταση μείωση της θνητότητας, της διάρκειας νοσηλείας και του κόστους».

Καμία συζήτηση στην επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για επιστροφή μάσκας σε κλειστούς χώρους

Όσον αφορά την επιδημία η κ. Κοτανίδου ερωτώμενη αν υπάρχει ενδεχόμενο να επιστρέψει η χρήση μάσκας σε κλειστούς χώρους όπως π.χ. στη Γερμανία, απαντά κατηγορηματικά ότι καμία τέτοια συζήτηση δεν έχει γίνει από την Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Σχετικά με τη χαμηλή ανταπόκριση του κόσμου στις ενισχυτικές δόσεις, επειδή έχει ακουστεί και γραφτεί ότι τα εμβόλια μπορεί να πυροδοτούν αυτοάνοσα νοσήματα, η κ Κοτανίδου διευκρινίζει: «Επειδή είχαμε ασχοληθεί από την αρχή με αυτό το θέμα σαν κλινική, μαζί με την κλινική της Παθολογικής Φυσιολογίας του Λαϊκού Νοσοκομείου, είχαμε δει όντως ότι ενεργοποιούνται κάποια αυτοαντισώματα, τα οποία όμως, με το πέρασμα του χρόνου, φεύγουν. Δεν παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και όταν πήραμε παλιά δείγματα από ασθενείς που είχαν περάσει σηπτικά επεισόδια, είδαμε ότι και αυτοί οι ασθενείς που είχαν βαριά νόσηση, είχαν ενεργοποιήσει επίσης κάποια αυτοάνοσα αντισώματα. Πρόκειται όμως για εργαστηριακό εύρημα και όχι για αυτοάνοσο νόσημα».

Πρέπει πλέον να μάθουμε να ζούμε με τον κορωνοϊό

Στο ερώτημα αν ο νέος τρόπος χωροταξικής διαχείρισης Covid και μη Covid περιστατικών στα νοσοκομεία θα λειτουργήσει επί του πρακτέου, η καθηγήτρια απαντά ότι «υπάρχουν κάποιες αντιδράσεις στα επιμέρους νοσοκομεία. Πιστεύω όμως ότι τη λοίμωξη Covid-19 πλέον πρέπει να τη βλέπουμε, όπως βλέπαμε τη γρίπη τις προηγούμενες χρονιές. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την Covid και να προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους ανθρώπους που είναι πιο ευάλωτοι, όπως κάναμε κάθε χρόνο με τη γρίπη».

Πόσο ανησυχητική όμως μπορεί να γίνει η συνύπαρξη Covid-γρίπης, μετά την τεράστια απουσία της λόγω μάσκας και με σχεδόν καθόλου ανοσία του πληθυσμού, εξ αυτού του λόγου; «Με ανησυχεί η γρίπη γενικώς και ειδικά αν όντως δούμε χειρότερη κλινική εικόνα με τη γρίπη, επειδή δύο χρόνια ήμασταν σχετικά αποστειρωμένοι. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ούτε στη γρίπη έχουμε κάποιο φάρμακο, το οποίο μπορεί να βοηθήσει».