Η απαλλαγή είναι το ποσό με το οποίο ο ασφαλισμένος συμμετέχει στη δαπάνη για τα έξοδα νοσηλείας και ως εκ τούτου επιβαρύνει τον ίδιο. Το ύψος της απαλλαγής για να θεωρηθεί επαρκές πρέπει να κυμαίνεται από 500 έως 1500 ευρώ. Η απαλλαγή είναι χρήσιμη καθώς μειώνει το ετήσιο ασφάλιστρο.

Υψηλότερες απαλλαγές έχουν τα ομαδικά προγράμματα υγείας στα οποία συμμετέχουν με το μεγαλύτερο ποσοστό οι εργοδότες. Τα ομαδικά μπορούν να εξασφαλίσουν απαλλαγή για κάθε ασφαλισμένο ακόμα και 10.000 ευρώ, ένα ποσό που δεν μπορεί να το επιβαρυνθεί ο ασφαλισμένος όταν διατηρεί ατομικό πρόγραμμα υγείας. Ωστόσο πολλά μπορούν να συμβούν με την πάροδο του χρόνου. Για παράδειγμα, ενδέχεται:

  • ο ασφαλισμένος να αλλάξει δουλειά ή να απολυθεί και να μην καλύπτεται πλέον από το ομαδικό συμβόλαιο υγείας
  • η ομαδική ασφάλιση να καταργηθεί ή να λήξει και να μην ανανεωθεί
  • ο εργαζόμενος να συνταξιοδοτηθεί.

Τι γίνεται σ΄αυτές τις περιπτώσεις; Αν ο ασφαλισμένος επιθυμεί να διατηρήσει την ιδιωτική ασφάλιση υγείας και να την μετατρέψει σε ατομικό πρόγραμμα, θα πρέπει να συνεχίσει να πληρώνει από την τσέπη του απαλλαγή ύψους 10.000 ευρώ; Και από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να υποβληθεί πάλι σε εξετάσεις για να διαπιστωθεί αν είναι υγιής;

Για να εγκριθεί η ένταξή του στο ομαδικό ασφαλιστήριο υπεβλήθη στις αναγκαίες εξετάσεις. Όμως, από τότε έχει περάσει μεγάλο χρονικό διάστημα και πιθανόν να παρουσιάζει κάποιες παθήσεις.

Οι ασφαλιστικές εταιρίες καλύπτουν αυτές τις περιπτώσεις, η κάθε μία βέβαια με τους δικούς της όρους και προϋποθέσεις με τη λεγόμενη «μετάπτωση σε πρόγραμμα με χαμηλότερη απαλλαγή και χωρίς έλεγχο της ασφαλισιμότητας».   

Αυτό σημαίνει ότι όταν ο ασφαλισμένος μετατρέψει το ομαδικό πρόγραμμα σε ατομικό δικαιούται μείωση της απαλλαγής από τα υψηλά ποσά 8.000- 10.000 ευρώ στα 1.500 ευρώ.

Παράλληλα δεν υποχρεούται να περάσει από νέες εξετάσεις. Προβλέπεται δηλαδή η μεταφορά της ασφαλισιμότητας στο νέο συμβόλαιο  του συμβαλλόμενου ανεξάρτητα από την ηλικία του και τη σημερινή κατάσταση της υγείας του.