Ρόλο… κυματοθραύστη, προκειμένου να φτάνουν όσο το δυνατόν λιγότερα περιστατικά ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία, επιτελεί τον τελευταίο χρόνο η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), κ. Ηλία Μόσιαλο, η Ελλάδα εξακολουθεί να διαθέτει χαμηλό ποσοστό του ΑΕΠ της για την υγεία – μόλις 8,4%, ήτοι πολύ κάτω εν συγκρίσει με τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ – με τους Έλληνες να βάζουν βαθιά το χέρι στην τσέπη για υπηρεσίες υγείας. «Οι ιδιωτικές δαπάνες είναι το 35% – 40% του συνόλου», σχολίασε χαρακτηριστικά σε ψηφιακή συζήτηση με τίτλο «Covid-19: Η επόμενη ημέρα στην υγεία» που έγινε με πρωτοβουλία των Generali και Affidea, για να προσθέσει: «Η ιδιωτική ασφάλιση υστερεί σε σχέση με άλλες χώρες. Αντίθετα, οι ασφαλιστικές εταιρίες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν καλύτερες υπηρεσίες στον ιδιωτικό τομέα υγείας, πιο ποιοτικές, μέσω ανταγωνισμού».

Πράγματι, τελευταία στοιχεία του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ), οκτώ στους 10 Έλληνες έχει πληρώσει από την τσέπη του για υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, όπως επίσκεψη σε γιατρό ή διαγνωστικές εξετάσεις, ενώ το 20% έχει πληρώσει πάνω από 70 ευρώ. Οι ασφαλιστικές εταιρίες, πάντως, διαθέτουν προγράμματα, τα οποία καλύπτουν μία ευρεία γκάμα παροχών, όπως:

  1.  Ετήσιο ιατρικό προληπτικό έλεγχο υγείας (check up) ανά φύλο και ηλικία ή ετήσιο προγεννητικό έλεγχο υγείας, χωρίς καμία επιβάρυνση.
  2.  Επίσκεψη σε γιατρούς όλων των ειδικοτήτων, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμοι, στα τακτικά εξωτερικά ιατρεία των συμβεβλημένων νοσηλευτηρίων, με χρέωση ανά επίσκεψη
  3. Διαγνωστικές εξετάσεις για την παρακολούθηση της υπογονιμότητας με επιβάρυνση.

Σύμφωνα με στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς, το «πακέτο» των διαγνωστικών εξετάσεων προβλέπει μία συμμετοχή του ασφαλισμένου, η οποία μηδενίζεται με την χρήση του δημόσιου Ταμείου, εάν, δηλαδή, οι εξετάσεις είναι συνταγογραφημένες, ενώ υπάρχουν προγράμματα που καλύπτουν το 100%, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει ή όχι παραπεμπτικό. Έχουν ένα ετήσιο όριο κάλυψης που ξεκινά από τα 700 ευρώ/χρόνο και ενδέχεται να φτάσει έως και τα 2.000 ευρώ ετησίως, ενώ σε αρκετά προγράμματα δεν υπάρχει όριο. Οι διαγνωστικές εξετάσεις θεωρούνται απαραίτητες για όσους έχουν οφειλές, με συνέπεια να είναι ανασφάλιστοι ή ανήκουν στην κατηγορία των μακροχρόνια ανέργων. Κι αυτό γιατί, όπως παραδέχονται τα παραπάνω στελέχη, το κόστος, με το οποίο θα επιβαρυνθούν σε περίπτωση που χρειαστούν να κάνουν κάποια εξέταση είναι πολλαπλάσιο αυτού που αφορά στο «πακέτο» (σ.σ. αυτό δεν ξεπερνά τα 150 ευρώ/χρόνο και είναι φιξ, ανεξαιρέτως της ηλικίας των ασφαλισμένων).

Όσον αφορά στον ρόλο του ασφαλιστικού συμβούλου, αυτός είναι πολυεπίπεδος, αφού μπορεί κάλλιστα να διευκολύνει τον ασφαλισμένο είτε στο κλείσιμο του ραντεβού είτε στην προέγκριση των διαγνωστικών εξετάσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα καλυφθεί κανονικά από την ασφαλιστική εταιρία.

Διαβάστε επίσης

Διαγνωστικές εξετάσεις: Πέντε λόγοι που δεν πρέπει να λείπουν από το συμβόλαιό σας

Εξωνοσοκομειακά προγράμματα: Ποιες εξετάσεις καλύπτουν