*Γράφει η Λίνα Μιχαλά, Επίκουρη Καθηγήτρια Μαιευτικής Γυναικολογίας – Παιδικής και Εφηβικής Γυναικολογίας, Α’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική ΕΚΠΑ

Λίνα Μιχαλά, Επίκουρη Καθηγήτρια Μαιευτικής Γυναικολογίας – Παιδικής και Εφηβικής Γυναικολογίας, Α’ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική ΕΚΠΑ

Η Παιδική και Εφηβική Γυναικολογία δεν είναι συνυφασμένη με τη φθορά και το θάνατο. Οι παθήσεις με τις οποίες ασχολείται είναι συνήθως καλοήθεις και στην πλειοψηφία τους δεν θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή της εφήβου. Παρόλα αυτά, μπορεί ενίοτε να επηρεάζουν τη μελλοντική γονιμότητα του κοριτσιού, να κλονίζουν την ταυτότητα του φύλου ή να οδηγούν σε μακροχρόνια ορμονική φαρμακευτική αγωγή.

Η απλασία μήτρας, για παράδειγμα, η οποία θα απέτρεπε, στο μέλλον, την τεκνοποίηση, αλλά και η συνοδός απλασία κόλπου στο σύνδρομο Mayer Rokitansky Küster Häuser, θα εμποδίσει ολοκληρωμένες κολπικές σεξουαλικές επαφές. Tο σύνδρομο αυτό αποτελεί ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, όχι μόνο όσον αφορά στον συνολικό τρόπο αντιμετώπισής του από το ιατρικό προσωπικό, το οποίο θα επιληφθεί του θέματος, αλλά και στον τρόπο με τον όποιο θα ανακοινωθεί στους γονείς και, ιδιαίτερα, στο ίδιο το νεαρό κορίτσι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η θέση του θεράποντος ιατρού, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ιδιαίτερα λεπτή, διότι οφείλει να ανακοινώσει με ειλικρίνεια τις επιπτώσεις που θα έχουν τα ευρήματα της εξέτασης, στη ζωή του κοριτσιού, κατά τη διάρκεια της εφηβείας του και την ενηλικίωσή του, αλλά και να προτείνει τρόπους αντιμετώπισής του, διαχειριζόμενος το όλο πρόβλημα με ιδιαίτερη ευαισθησία. Βεβαίως, αυτό που θα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικό για τους γονείς, είναι να τους πληροφορήσει για τις προόδους της επιστήμης, η οποία επιτρέπει πλέον, σε αυτές τις παθήσεις, τόσο την τεκνοποίηση με ωάρια προερχόμενα από το ίδιο το κορίτσι, αλλά μέσω παρένθετης μητέρας, όσο και τις σεξουαλικές επαφές με τη δημιουργία κόλπου. Σημαντικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του προβλήματος, επίσης, θα αποτελούσε και η πρόταση ψυχολογικής υποστήριξης τόσο των γονέων όσο και του ίδιου του νεαρού ατόμου από εξειδικευμένους στον τομέα αυτό ψυχολόγους, οι οποίοι θα το βοηθήσουν να βιώσει την ιδιαιτερότητά του, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα.

Η επικοινωνία της διάγνωσης, γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη, όταν ο καρυότυπος του κοριτσιού είναι 46ΧΥ. Για πολλά χρόνια, η μεταφορά της πληροφορίας αυτής θεωρείτο ταμπού και, ουσιαστικά, μόνο την τελευταία 20ετία, θεωρείται πλήρως αποδεκτό να επικοινωνηθεί στο κορίτσι. Είναι σημαντικό, βεβαίως, ο ιατρός να έχει αξιολογήσει, προηγουμένως, το γνωσιακό επίπεδο του κοριτσιού και να έχει βεβαιωθεί ότι είναι σε θέση να αντιληφθεί πλήρως την πληροφορία που πρόκειται να του δοθεί.

Αντίστοιχες περιπτώσεις, όπου χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο μετάδοσης της πληροφορίας, είναι όταν ο γυναικολόγος διαπιστώνει ότι η ωοθηκική λειτουργία του κοριτσιού φθίνει, με αποτέλεσμα να τίθεται διάγνωση πρώιμης ωοθηκικής ανεπάρκειας, γεγονός που θα έχει συνέπειες τόσο στη μελλοντική γονιμότητά του , όσο και στην υγεία του.

Βεβαίως, οι συνέπειες της έλλειψης οιστρογόνων σε τόσο μικρή ηλικία, μπορούν να αντιστραφούν με τη χορήγηση θεραπείας ορμονικής υποκατάστασης σε μακροχρόνια βάση. Παρόλα αυτά, υπάρχουν γονείς οι οποίοι επιθυμούν οι λεπτομέρειες της διάγνωσης (να μείνουν κρυφές) και να μην ανακοινωθούν στην κόρη τους, φοβούμενοι, ότι δεν θα ανταπεξέλθει στη γνωστοποίηση της διάγνωσης κατά τη δύσκολη περίοδο της εφηβείας. Όμως, η μυστικοπάθεια, ειδικά στην εφηβεία, καθώς το κορίτσι θα αντιλαμβάνεται τη διαφορετικότητά του, ενώ ενδέχεται και να ενημερώνεται ταυτόχρονα από άλλα μέσα για την κατάστασή του, μπορούν να αποβούν ολέθριες, καθώς επέρχεται στιγματισμός, αίσθηση μοναξιάς και αποξένωσης. Το γεγονός αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα, το κορίτσι να χάσει την εμπιστοσύνη του τόσο στους γονείς του, όσο και στον/στην ιατρό του, με αποτέλεσμα να φοβάται ότι συνεχώς κάτι της αποκρύπτεται ή και να μην συμμορφώνεται στις προτεινόμενες εξετάσεις και θεραπείες.

Αντίστοιχα, η ασυμφωνία φύλου, προκαλεί, ιδιαίτερα στους γονείς, αγωνία για το μέλλον του παιδιού τους και για τις δυσκολίες ένταξής του στην κοινωνία. Καθήκον του ιατρού στην περίπτωση αυτή είναι όχι μόνο να υποστηρίξει τις επιλογές του διεμφυλικού ατόμου, να πείσει τους γονείς του να το αποδεχθούν με τις ιδιαιτερότητές του και να υποστηρίξουν στις διαδικασίες που απαιτούνται, είτε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά του επιθυμητού φύλου του, με ορμονικές θεραπείες ή χειρουργικές επεμβάσεις, είτε την επιλογή του να μην κατατάσσεται σε συγκεκριμένο φύλο.

Αλλά αυτό που είναι το πιο σημαντικό είναι να τους διαβεβαιώσει ότι αυτό που προέχει είναι η ψυχική υγεία του/της έφηβης, η οποία θα μπορούσε να επιτευχθεί όχι μόνο με τη συμβολή ειδικού ψυχολόγου αλλά και με τον δικό τους τρόπο αντιμετώπισης: να αποδεχθούν τη φύση του παιδιού τους και να το βοηθήσουν να αντιμετωπίσει με σθένος μια κοινωνία η οποία δεν αποδέχεται τη διαφορετικότητα.

Tα παραπάνω παρουσιάστηκαν με αφορμή την πρώτη ημερίδα με θέμα «Breaking Bad News στην Μαιευτική και Γυναικολογία», που διοργανώθηκε από την Α᾽ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα (Διευθυντής: Γ. Δασκαλάκης), που εστίασε στο πώς επικοινωνούν οι ιατροί τα άσχημα νέα για την υγεία στους ασθενείς τους. 

Διαβάστε επίσης:

Γονιμότητα: Αυτός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της κινητικότητας και της ποιότητας των σπερματοζωαρίων

Γονιμότητα: Ο παράγοντας «κλειδί» για υγιές σπέρμα και ποιοτικά ωάρια δεν είναι αυτός που φαντάζεστε

Αυτοάνοσα νοσήματα: Με ποιο τρόπο επηρεάζουν τη γονιμότητα – Έρευνα απαντά

 

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος Νο11 του ygeiamou που κυκλοφόρησε με ΤΟ ΘΕΜΑ την Κυριακή 26/5/2024