Στοιχεία για την ακρίβεια που πλήττει εδώ και πολύ καιρό τα ασφαλιστήρια Υγείας δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, παρέχοντας έτσι κάποια δυνατότητα εντοπισμού και επίλυσης αυτού του θέματος, που πλήττει όσους έχουν επιλέξει την ιδιωτική ασφάλιση. Σήμερα, οι διαμαρτυρίες των πολιτών που έχουν σχετικά συμβόλαια, καθώς και των ασφαλιστών που «εισπράττουν» τη δυσαρέσκεια εντείνονται όλο και περισσότερο.
Οι ασφαλιστικές εταιρείες αποδίδουν τις ανατιμήσεις των συμβολαίων τους στη διαρκή αύξηση των χρεώσεων από τα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα οποία, από την πλευρά τους, ισχυρίζονται πως παρέχουν διαρκώς υψηλότερης ποιότητας ιατρικές υπηρεσίες, γι΄αυτό και επέρχονται αντίστοιχες χρεώσεις. Η συζήτηση μεταξύ ασφαλιστών και ιδιωτικών νοσοκομείων δείχνει να βρίσκεται σε αδιέξοδο, το οποίο επιβαρύνει τελικά τους ασφαλισμένους και αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της ιδιωτικής ασφάλισης Υγείας, που πολλοί θέλουν να αποκτήσουν. Επιπρόσθετα, δημιουργεί δυσχέρεια σε όσους ήδη έχουν ένα συμβόλαιο, καθώς κάθε χρόνο επιβαρύνεται με νέα κόστη. Οι αρμόδιοι αναζητούν λύσεις χωρίς ακόμα να έχει υπάρξει κάποιο αποτέλεσμα.
Τι προτείνει η Τράπεζα Ελλάδος
Μια εικόνα σαφή για το τι συμβαίνει δίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεσή της και προσδιορίζει ότι: Ο καθορισμός των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από τα νοσηλευτικά ιδρύματα προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις είναι κομβικός για τη δημιουργία υγιούς συστήματος αποζημιώσεων για υπηρεσίες υγείας και νοσοκομείων. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στον καθορισμό των επιπέδων τιμών περιλαμβάνουν ενδεικτικά το κόστος παροχής υπηρεσιών, τους μισθούς για ειδικό ιατρικό προσωπικό και άλλους εργαζομένους στον τομέα της υγείας, καθώς και τη βαρύτητα της ασθένειας και την πολυπλοκότητά της.
Η κοστολόγηση και, κατ’ επέκταση, η τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας από τα νοσηλευτικά ιδρύματα προς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα σήμερα ακολουθούν το μοντέλο της διακριτής τιμολόγησης εκάστης υπηρεσίας (fee–for–service, εφεξής FFS). Σε αυτό το μοντέλο πληρωμής υγειονομικής περίθαλψης, οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης και οι γιατροί αποζημιώνονται με βάση τον αριθμό και το είδος των υπηρεσιών που παρέχουν. Οι πληρωμές σε ένα μοντέλο FFS καθορίζονται στη βάση αναλυτικού καταλόγου τιμών. Αυτό σημαίνει ότι οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χρεώνονται για κάθε εξέταση, διαδικασία και θεραπεία που παρέχεται κάθε φορά που ένας ασθενής επισκέπτεται το γιατρό ή νοσηλεύεται. Αυτό το μοντέλο πληρωμής ανταμείβει τους γιατρούς και τα νοσηλευτικά ιδρύματα για τον όγκο και την ποσότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Το μοντέλο FFS έχει ως βασικό πλεονέκτημα την αυξημένη ικανοποίηση των ασθενών, καθώς διαθέτουν περισσότερες θεραπευτικές επιλογές και απολαμβάνουν καλή εξυπηρέτηση κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στα νοσηλευτικά ιδρύματα.
Το μοντέλο, όμως, αυτό έχει και αρκετά σημαντικά μειονεκτήματα, καθώς τείνει να οδηγεί σε υπερπαροχή υπηρεσιών, λόγω των κινήτρων που παρέχει για όγκο υπηρεσιών ανεξάρτητα από τις ανάγκες των ασθενών και για μεγαλύτερης διάρκειας νοσηλείες. Σε πολλές περιπτώσεις, δε, ο τιμοκατάλογος των υπηρεσιών διαφοροποιείται αναλόγως της κατηγορίας νοσηλείας (ενδεικτικά, διαφορετικές χρεώσεις για την ίδια ακριβώς επέμβαση, ανάλογα με το αν ο ασθενής βρίσκεται σε μονόκλινο, δίκλινο κ.λπ.).
Η λύση
Είναι σαφές ότι, με βάση τα στοιχεία αυτά, μπορεί να βρεθεί κάποια λύση περιορισμού του κόστους, οπότε και να συγκρατηθούν τα ασφάλιστρα των συμβολαίων Υγείας. Διαφορετικά, εάν δεν υπάρξει μια νέα προσέγγιση, είναι προφανές ότι η ιδιωτική Υγεία θα έλθει κάποια στιγμή αντιμέτωπη -όσο αναγκαία και να είναι- με τη συρρίκνωση του πελατολογίου των ασφαλιστικών εταιρειών και θα εξελιχθεί περισσότερο με τους ιδιώτες που μπορούν και πληρώνουν και, μάλιστα, χρεώνονται και φθηνότερα -όπως αναφέρουν οι ασφαλιστές- από τις ασφαλιστικές εταιρείες για τις ίδιες ιατρικές πράξεις.
Διαβάστε επίσης
Ποιους αφορά η υποχρεωτική ασφάλιση από φυσικές καταστροφές
Ασφαλιστικό συμβόλαιο: Γιατί πρέπει να αποφεύγεται η διακοπή του
Η πρόληψη στο επίκεντρο των προγραμμάτων ιδιωτικής ασφάλισης