Οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν μια μελαγχολία μετά τις γιορτές. Το ερώτημα είναι αν αυτό οφείλεται στην λήξη των εορταστικών στιγμών που προηγήθηκαν ή αντίθετα στην απογοήτευση που έπεται μιας ανεκπλήρωτης προσδοκίας που τις χαρακτηρίζει. Και άραγε η πραγματική έξοδος από αυτή την μελαγχολία μπορεί να περιέχει μια πληρέστερη κατανόηση  του εαυτού μας; Και σε αυτή την κατανόηση οι άλλοι τι θέση καταλαμβάνουν; Η Ψυχοθεραπεύτρια Τέση Λαζαράτου, Υπεύθυνη Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας και Εκπαίδευσης του Ινστιτούτου «ΓΑΛΗΝΟΣ» μας βοηθάει να ξεδιαλύνουμε το θέμα, αλλά και τα συναισθήματά μας.

Τα μεθεόρτια
Ποια άραγε θα ήταν τα ενδεικνυόμενα εργαλεία για να προσεγγίσουμε τις αιτίες αυτής της μελαγχολίας;
Η «εκ των υστέρων» νοηματοδότηση βιωμάτων είναι μια κομβική διεργασία για την ψυχική μας ζωή, απαντά η κυρία Λαζαράτου. Ωστόσο, αν (και συνήθως έτσι θα συμβεί) όλες οι λεπτοφυείς διεργασίες που απαιτούνται δεν ολοκληρωθούν υπονομευμένες από υποκειμενικές και αντικειμενικές αντιξοότητες, τότε τα μεθεόρτια αναλαμβάνουν τα ηνία και το «εκ των υστέρων» από εγγυητής θα μετατραπεί σε εκδικητής.
Σύμφωνα με το λεξικό τον πλέον αρμόδιο χάρτη των σημασιών, συμπληρώνει, τα μεθεόρτια είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μεθεόρτιος, μια σύνθετη λέξη από την πρόθεση μετά και το ουσιαστικό εορτή. Συναντάται μόνο στον πληθυντικό και δηλοί τις μέρες που ακολουθούν μια γιορτή, ωστόσο μεταφορικά η έννοια τους μετατρέπεται και σηματοδοτεί τα δυσάρεστα αποτελέσματα.
Να πώς αναλύει το ζήτημα η εκλεκτή επιστήμονας: «Τα μεθεόρτια ωστόσο εκτός από σφραγίδα της κατάληξης, ας μην λησμονήσουμε ότι αποτελούν και εισαγωγή σε μια καινούργια εποχή που την χαρακτηρίζει η απουσία λάμψης. Μια μεταεποχή όχι τόσο μυθική, όχι τόσο απαστράπτουσα, όχι τόσο θαυμαστή: η καθημερινότητα. Σωστότερα όμως ας θυμηθούμε ότι η προηγηθείσα γιορτή είναι αυτή που συγκροτήθηκε ως ο άλλος τόπος. Ένα μυθικό πεδίο που τροφοδοτεί με σημασίες την καθημερινότητα αλλά και καθιστά υποφερτό τον καημό της».


Το θαύμα – τραύμα…
Ας ξετυλίξουμε το κουβάρι από μια άλλη αρχή. Μήπως νοηματοδοτούμε τις γιορτές με έναν τρόπο επιφανειακό και για αυτό εισπράττουμε τη μεθεόρτια εκδίκησή τους; Μήπως μια άλλη προσέγγιση θα έδινε διαφορετικό αποτέλεσμα, ρωτάμε την εκλεκτή επιστήμονα και ποια θα ήταν αυτή;
Οι γιορτές, οι αργίες, οι επέτειοι, τα έθιμα χαράς ή λύπης ή χαρμολύπης και τα λογής – λογής τελετουργικά τους με χρώματα, γεύσεις, μυρωδιές και μουσικές κοσμούν με εμπράγματες σημασίες τον κοινό βίο, μας απαντά και συνεχίζει. «Αποτελούν κελύφη όπου περιέχονται εικόνες, φαντασίες, σκέψεις, ιδέες, κοντολογίς τα αμύθητα πλούτη του συμβολικού, επισημαίνει η ίδια.
«Όμως οι γιορτές διαθέτουν αναμφίβολα αυτή την ισχυρή παραδοξότητα: μετά την αχλή της ψευδαίσθησης ή έστω της εξιδανίκευσης, η διάψευση καραδοκεί αλύπητα. Καμιά παραίνεση τύπου ‘’σκέψου θετικά’’ δεν βρίσκει έρεισμα. Καμιά στοχοθεσία δεν παρηγορεί. Καμιά απαλοιφή δεν ανακουφίζει. Ενίοτε δε, και αυτό ολοένα πυκνώνει, τα εμπόδια υπερβαίνουν τις προθέσεις αναχαιτίζοντας τις ψυχικές μας επεξεργασίες. Τυχαιότητες αλλά και ανεπάρκειες κοινωνικές ή ψυχικές μετατοπίζονται σε σφαίρες που η ατομική μοίρα του καθενός και της καθεμιάς επικαθορίζεται όχι μόνο από αυτό που άμεσα μας αφορά αλλά και από αυτό που απλώς συμβαίνει. Αντινομίες που ενισχύονται από το εορταστικό από κοινού των ανθρώπων συνδέοντας αμετάκλητα το ζήτημα της μοναξιάς και με το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης».
Ίσως δεν υπάρχει κάτι πιο πανανθρώπινο, πιο καθολικό, πιο ενιαίο από τη θλίψη που έχουν όλοι οι μαθητές στις 6/1, ημέρα των Θεοφανίων, μια μέρα πριν του από την επιστροφή στα θρανία μετά την αλλαγή του χρόνου. Ποια αλλαγή, όμως, αφού ο χρόνος είναι αδιαίρετος; Άραγε η θλίψη προέρχεται από το προηγηθέν ή από το επερχόμενο; Ή μήπως από τη σύνθλιψη ανάμεσα στα αντιφατικά προτάγματα γιορτής και καθημερινότητας;

…κι η διφορούμενη θλίψη της επαναφοράς
Η διφορούμενη θλίψη της επαναφοράς είναι λοιπόν λόγω της επιστροφής στην άχρωμη καθημερινότητα ή φταίει το θαύμα που απλώς δεν συνέβη; Να η απάντηση: «Σε κάθε περίπτωση το θαύμα πάλι δεν έγινε.  Και όταν το θαύμα δεν γίνεται είναι ένα τραύμα που χαίνει, απαρηγόρητος καημός. Αφού αποδείχτηκε τελικά ανίσχυρο το πανανθρώπινο δικαίωμα στην αυταπάτη. Η διφορούμενη θλίψη των μεθεορτίων είναι ο μάρτυρας του θαύματος που δεν έγινε, του νοήματος που δεν κοινωνήσαμε, της παιδικής μαγείας που δεν επανήλθε. Μια ασταθής συνάντηση των εξής δύο μικρών καθημερινών υποδόριων διλημμάτων: Ενός πένθους για τις λήξεις και ενός φόβου για τις ενάρξεις». Για να συμπληρώσει: «Τα μεθεόρτια και η διφορούμενη θλίψη της επαναφοράς είναι για τη διαφορά που δεν πραγματώθηκε. Είναι η ποινή που επιβάλει ο εμμονικός φαύλος κύκλος επαναλήψεων μιας γιορταστικής ψευδαίσθησης. Κι έτσι το θαύμα σταθερά διαφεύγει και η επιθυμία μας εξαντλείται στο φρενήρες κυνήγι του. Μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές της κατανάλωσης εμπορευμάτων, συμβάσεων, εικόνων ασωμάτων και σωμάτων, ο χρόνος (πλήρης ή κενός) παραμένει εκεί πάντα άτεγκτος και αμετάκλητα διωκτικός. Αφού παραμένει οιονεί αφιλόξενος σε ό,τι προσδοκούμε αθεράπευτα να υπηρετεί».
Μας προτείνετε λοιπόν να πενθήσουμε τα λευκά Χριστούγεννα ως μια παιδική φαντασία που θα μείνει για πάντα ανεκπλήρωτη; απευθύνουμε την τελευταία ερώτηση.
Αντιθέτως οφείλουμε να αποκαταστήσουμε την προσδοκία. Ας επιστέψουμε στο ‘’εκ των υστέρων’’ ως η καθ΄ύλην αρμόδια διεργασία για να μας επανασυνδέει με το θαύμα εκεί ακριβώς που έχουμε χάσει την πίστη μας. Η μεταποίηση του βιώματος σε εμπειρία συνιστά την ιδρυτική πράξη της ανθρωπινότητας μας. Δι΄αυτής δεν εξάγεται μόνο το πολύτιμο νόημα, αλλά διαμορφώνεται η ίδια η ψυχική μας επικράτεια. Εκεί θα συγκροτηθεί το συμβολικό πεδίο, ένα αληθινό, έμψυχο, θαύμα. Είναι αυτό που θα μας επιτρέψει, μέσα από την ένταξη μας στο λόγο να αφηγηθούμε την ιστορία μας κι αυτή την φορά εξ ονόματος μας. Αίροντας την ομηρία μας από τον άλλο, εκπρόσωπο άλλοτε άλλως της αγάπης ή και της εξουσίας, με πλοηγό την επιθυμία μαςπροκειμένου να γίνουμε αυτό που είμαστε», τονίζει η κα. Λαζαράτου, για να καταλήξει: «Τα μεθεόρτια, το θαύμα – τραύμα κι η διφορούμενη θλίψη της επαναφοράς για να γαληνέψουν χρειάζονται αλήθειες, παρρησία και ανάληψη της ευθύνης μας. Και κυρίως τη στίλβουσα χρυσόσκονη του οράματος, του «επί γης ειρήνη» όπου γης και πατρίς του κυνηγημένου – του πένητα – του ανέστιου – του άπατρι- του μόνου. Έτσι κάπως οι γιορτές αλλά και τα μεθεόρτια τους μπορούν να μετατραπούν σε κόσμημα του κοινού μας βίου. Έτσι κάπως συντελείται ο θαυμαστός μετασχηματισμός της απώλειας σε νόημα. Και το θαύμα έτσι εντάσσεται, άφθαρτο ως προσδοκία, στην δικαιοδοσία της μεταποιητικής εργασίας του ανθρώπου».