Άγχος που μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη, αυτοκτονικές σκέψεις, χρήση οπιοειδών και αλόγιστη χρήση αλκοόλ, διαταραχές ύπνου και δυσκολίες στη συγκέντρωση. Συμπτώματα πολλά από τα οποία συνήθως ταυτίζουμε με εξωτερικούς κοινωνικούς παράγοντες όπως για παράδειγμα η ανεργία και το ασταθές οικογενειακό περιβάλλον. Εντούτοις, τα συγκεκριμένα σοβαρά κατά τα άλλα ψυχολογικά συμπτώματα παρουσιάζονται σε ασθενείς που έχουν μολυνθεί από τον κορωνοϊό σε ποσοστό μάλιστα 60%, σύμφωνα με νεότερα ερευνητικά ευρήματα που δημοσιεύονται στο BMJ.

Η συγκεκριμένη συμπτωματολογία θα πρέπει μάλιστα να θορυβήσει τους ειδικούς σύμφωνα με τον επικεφαλής ερευνητή δρ Ziyad Al-Aly, κλινικό επιδημιολόγο στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις και στο Σύστημα Υγείας Βετεράνων του Σεντ Λούις, καθώς «η συγκεκριμένη αύξηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα μια επιδημία λήψης οπιοειδών και αυτοκτονιών».

Αν και ακόμα δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος που η λοίμωξη COVID-19 επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου, ο δρ Ziyad Al-Aly δίνει μια αρχική εξήγηση, έτσι ώστε να αναγνωρίζονται εγκαίρως τα προειδοποιητικά σημάδια και προτού η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη: «Ο ιός μπορεί στην πραγματικότητα να εισέλθει στον εγκέφαλο και να προκαλέσει μια σειρά από διαφορετικά προβλήματα, όπως τη διακοπή των συνδέσεων στους νευρώνες, την αύξηση ορισμένων φλεγμονωδών δεικτών, μια διαταραχή στη σηματοδότηση καθώς και να συμβάλει σε αλλαγές στην αρχιτεκτονική του εγκεφάλου, γεγονός που μπορεί επίσης να εξηγήσει τη γνωστική εξασθένιση».

Οι παρατηρήσεις της μελέτης 

Για τη διεξαγωγή της μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τη βάση δεδομένων του αμερικανικού  υπουργείου για τις Υποθέσεις των Βετεράνων (VA), που αφορούσαν σχεδόν 154 χιλιάδες ενήλικες που νόσησαν με κορωνοϊό και αφορούσε μια μακρά περίοδο, από την 1η Μαρτίου του 2020 έως τις 15 Ιανουαρίου 2021.

Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν αυτά τα στοιχεία για να κάνουν μια σύγκριση της ψυχικής υγείας των ασθενών με 6 εκατομμύρια άτομα που δεν είχαν μολυνθεί με τη λοίμωξη COVID-19 αλλά και με ακόμα 6 εκατομμύρια άτομα πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.

Το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος αποτελούταν κυρίως από λευκούς άντρες μεγαλύτερης ηλικίας, λόγω και του μεγάλου μεγέθους της έρευνας, ενώ ένα εκατομμύριο αποτελούσαν ποσοτικά οι γυναίκες και περισσότερο από δύο εκατομμύρια οι Αφροαμερικανοί ασθενείς και ενήλικες όλων των ηλικιών.

Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι όσοι είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό, είχαν 35% περισσότερες πιθανότητες να υποφέρουν από άγχος και σχεδόν 40% μεγαλύτερες πιθανότητες να υποφέρουν από κατάθλιψη ή αγχώδεις διαταραχές. Μεταξύ αυτών των ασθενών, παρουσιάστηκε αύξηση 55% στη χρήση αντικαταθλιπτικών και 65% αύξηση στη χρήση βενζοδιαζεπινών για τη θεραπεία του άγχους.

Επιπλέον, σημείωσαν 41% μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης ασταθούς ύπνου και 80% περισσότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν γνωστικές διαταραχές όπως σύγχυση και έλλειψη συγκέντρωσης σύμφωνα με τους ερευνητές.

Αυξημένος ήταν επίσης ο κίνδυνος εθισμού στα οπιούχα και στο αλκοόλ ή στα παράνομα ναρκωτικά, κατά 34% και κατά 20% αντιστοίχως στους αναρρώσαντες, ενώ διέτρεχαν έως και 46% μεγαλύτερο κίνδυνο αυτοκτονικών τάσεων.

Η σοβαρότητα της νόσησης κρίθηκε καθοριστικής σημασίας στην εμφάνιση των ψυχικών διαταραχών, καθώς η ήπια νόσηση αύξανε τις πιθανότητες ψυχικών διαταραχών κατά 27%, ενώ η σοβαρή νόσηση αντιστοιχούσε στο 45%.

Σημαντική είναι, τέλος, η διαπίστωση ότι οι συγκεκριμένοι κίνδυνοι δεν έχουν παρατηρηθεί σε άλλες ασθένειες, όπως η γρίπη.

Διαβάστε επίσης:

Δύο διαταραχές που αυξήθηκαν θεαματικά εν μέσω πανδημίας

Η πανδημία αύξησε την κλινική κατάθλιψη, το στρες και τα ενδοοικογενειακά προβλήματα