Οι λανθασμένες αντιλήψεις σχετικά με τη λήψη αλλά και τη διακοπή των αντικαταθλιπτικών είναι διάχυτη, με τον κίνδυνο μάλιστα να αυξηθεί η χρήση τους και σε περιπτώσεις που δεν ενδείκνυται.

Τρεις καθηγητές, ο Mark Horowitz, Κλινικός ερευνητής στην Ψυχιατρική του Πανεπιστημίου UCL, η Joanna Moncrieff, Καθηγήτρια Κριτικής και Κοινωνικής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου UCL και η Katharine Wallis, Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Queensland, επιχειρούν με άρθρο τους στο The Conversation να τονίσουν τη σοβαρότητα της διακοπής των αντικαταθλιπτικών.

Όπως επισημαίνουν, έχει αποδειχθεί πλέον ότι τα συγκεκριμένα σκευάσματα προκαλούν στερητικά συμπτώματα που συχνά διαρκούν για πολλές εβδομάδες, μήνες ή ακόμη και χρόνια. Μάλιστα περίπου οι μισοί από τους ανθρώπους που σταματούν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά εμφανίζουν στερητικά συμπτώματα, σύμφωνα με ερευνητικά ευρήματα.

Η σύγχυση σχετικά με τη βραχεία διάρκεια των συμπτωμάτων -από δύο έως τρεις εβδομάδες- έχει προέλθει από μελέτες που διεξήγαγαν φαρμακευτικές εταιρείες στις οποίες οι άνθρωποι είχαν λάβει τα αντικαταθλιπτικά μόνο για μερικούς μήνες.

Μια πρόσφατη μεγάλη μελέτη διαπίστωσε ότι άνθρωποι που έπαιρναν αντικαταθλιπτικά για χρόνια ανέφεραν συμπτώματα στέρησης που διαρκούσαν κατά μέσο όρο εννέα μήνες.

Ειδικότερα, συμπτώματα στέρησης όπως ζάλη, πονοκέφαλος, διαταραχές της μνήμης και συγκέντρωσης, συναισθηματικές διαταραχές και νευρολογικά συμπτώματα όπως ευαισθησία στο θόρυβο και το φως, μυϊκούς σπασμούς και σεξουαλική δυσλειτουργία θα μπορούσαν να ταλαιπωρήσουν τους ασθενείς ακόμα και χρόνια μετά τη διακοπή της αντικαταθλιπτικής αγωγής.

Όσο περισσότερο διαρκεί η λήψη των φαρμάκων, τόσο πιο σοβαρές -και πιθανώς μακροχρόνιες- είναι οι συνέπειες της στέρησης.

Πού οφείλονται τα συμπτώματα

Ο εγκέφαλος προσαρμόζεται στη χρήση τους, σε ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως φυσική εξάρτηση. Όταν λοιπόν δεν αναγνωρίζει την ουσία, το σώμα μας εμφανίζει ως αντίδραση τα στερητικά συμπτώματα. Η προσαρμογή στην έλλειψη του φαρμάκου είναι που απαιτεί τον περισσότερο χρόνο.

Ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά, όπως άγχος, διαταραχές της διάθεσης και κρίσεις πανικού, παρερμηνεύονται από τους ασθενείς ως υποτροπή της ψυχική τους ασθένειας. Οι γιατροί, επίσης, από την πλευρά τους συχνά δεν γνωρίζουν πόσο συνηθισμένα και σοβαρά μπορεί να είναι τα συμπτώματα στέρησης και συχνά τα μπερδεύουν με υποτροπή.

Αυτό όμως θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους που ξεκίνησαν αντικαταθλιπτικά μετά από ένα συγκεκριμένο στρεσογόνο γεγονός, όπως απώλεια εργασίας, διαζύγιο ή σωματική ασθένεια στο συμπέρασμα ότι έχουν μια μακροχρόνια, υποτροπιάζουσα ασθένεια, ενώ δεν έχουν.

Η δράση των φαρμάκων 

Πολλοί ειδικοί συμφωνούν πλέον ότι τα αντικαταθλιπτικά δεν δρουν διορθώνοντας μια υποκείμενη χημική ανισορροπία. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα αντικαταθλιπτικά δρουν με την ανάπτυξη νέων εγκεφαλικών κυττάρων, αλλά οι ισχυρισμοί αυτοί βασίζονται σε μελέτες σε ζώα και αυτό δεν έχει αποδειχθεί ποτέ σε ανθρώπους.

Μια εξήγηση που στηρίζεται σε ερευνητικά στοιχεία είναι το γεγονός ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν συναισθηματικό μούδιασμα, αιτιολογώντας έτσι την καταστολή της έντασης των αρνητικών συναισθημάτων.

Αλλαγή στις κατευθυντήριες οδηγίες 

Οι συμβουλές του Εθνικού Ινστιτούτου Υγείας και Αριστείας Φροντίδας του Ηνωμένου Βασιλείου (Nice) και του Βασιλικού Κολλεγίου Ψυχιάτρων σχετικά με την ασφαλή διακοπή των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων συνιστούν πλέον τη μείωσή τους σταδιακά επί μήνες και μερικές φορές επί χρόνια σε πολύ χαμηλές δόσεις.

Μελέτες δείχνουν ότι αυτή η τεχνική μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους που προηγουμένως δεν ήταν σε θέση να διακόψουν τη φαρμακευτική τους αγωγή με τις παραδοσιακές προσεγγίσεις να τη διακόπτουν με ασφάλεια.

Διαβάστε ακόμη:

Μπορεί ένα παγωμένο μπάνιο να μας γλιτώσει από άγχος και κατάθλιψη;

Κατάθλιψη: Το διαγνωστικό εργαλείο που την ανιχνεύει από την ομιλία

Έξι σημάδια ότι έχετε πέσει σε κατάθλιψη και επιμένετε να το αγνοείτε