Οι μητέρες που δεν είναι ικανοποιημένες από τον σύντροφό τους περνούν περισσότερο χρόνο μιλώντας στα παιδιά τους, όμως μόνο όταν αυτά είναι αγόρια, υποστηρίζει νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Family Psychology.

Είναι γνωστό ότι ο ερχομός ενός παιδιού μπορεί να προκαλέσει εντάσεις στη σχέση των γονέων, χωρίς, ωστόσο, να ξέρουμε αν αυτό θα έχει κάποια επίπτωση στην ανάπτυξη του ίδιου του παιδιού τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού γενικότερα σχετίζεται με πτυχές της ανάπτυξης του παιδιού, όπως η συμπεριφορά και το μορφωτικό επίπεδο, αλλά έχει μελετηθεί ελάχιστα σε σχέση με τη λεκτική επικοινωνία γονέα-παιδιού, παρότι πρόκειται για κάτι σημαντικό για την ανάπτυξή του.

Για να εξετάσουν, λοιπόν, τη σχέση μεταξύ της ποιότητας της σχέσης του ζευγαριού και τη λεκτική επικοινωνία γονέα-παιδιού, οι επιστήμονες από το Κέντρο Ερευνών για την Οικογένεια του Πανεπιστημίου του Cambridge μελέτησαν 93 γονείς και την αλληλεπίδρασή τους με τα παιδιά τους. Η ομάδα ρώτησε τους γονείς σχετικά με την ποιότητα της σχέσης με τον σύντροφό τους και πόσο ικανοποιημένοι ήταν από αυτή και στη συνέχεια φόρεσαν στα παιδιά ηλικίας επτά μηνών ένα «μετρητή ομιλίας» που κατέγραφε τη λεκτική επικοινωνία γονέα-παιδιού για μια ολόκληρη ημέρα κατά την οποία και οι δυο γονείς βρίσκονταν στο σπίτι.

Λαμβάνοντας υπόψιν την κατάθλιψη (λόγω των συνδέσμων της τόσο με την ποιότητα της συζυγικής σχέσης όσο και με τη λεκτική επικοινωνία γονέα-παιδιού), οι ερευνητές βρήκαν ότι όσο πιο απογοητευμένο ήταν το ζευγάρι από τη σχέση του, τόσο περισσότερο η μητέρα μιλούσε στο παιδί της. Μάλιστα, οι μητέρες που ανέφεραν χαμηλή ποιότητα συζυγικής σχέσης χρησιμοποιούσαν 35% περισσότερες λέξεις από μια μητέρα με μέτρια ποιότητα σχέσης και ξεκινούσαν 20% περισσότερες συζητήσεις. Ωστόσο, τα αποτελέσματα αυτά εντοπίστηκαν μόνο στην περίπτωση που το παιδί ήταν αγόρι και όχι στις κόρες.
Οι ερευνητές δεν ανέλυσαν το περιεχόμενο της συζήτησης μεταξύ μητέρας-παιδιού, επομένως δεν είναι δυνατό να ειπωθεί αν η μητέρα παραπονιόταν στο παιδί ή μιλούσε θετικά.

«Είναι πιθανό μια μητέρα να προσπαθεί να ισοσκελίσει την κακή σχέση που έχει με το σύντροφό της αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο και προσπάθεια στη σχέση με τον πιο κοντινό αρσενικό κοινωνικό σύντροφο, το γιο της. Το ότι δεν ισχύει το ίδιο και για τις κόρες μπορεί να εξηγείται από το γεγονός πως πολλές μητέρες βλέπουν τα κορίτσια τους ως μικρότερες εκδοχές του εαυτού τους και όχι του συντρόφου τους», σχολιάζει ο Δρ. Elian Finκ.

Ανεξάρτητα, πάντως, από το φύλο του παιδιού, οι μπαμπάδες έδειξαν σημαντικά λιγότερη λεκτική επικοινωνία και ξεκινούσαν λιγότερες συζητήσεις, παρόλο που στη σημερινή εποχή ασχολούνται πολύ περισσότερο από παλιότερα με το μεγάλωμα του παιδιού. Ακόμα κι έτσι, ο χρόνος που μιλούσαν στα παιδιά τους ήταν άσχετος με το αν η ποιότητα της σχέσης τους ήταν καλή ή κακή.

Ο Δρ. Fink και οι συνεργάτες του, πάντως, ελπίζουν ότι τα ευρήματα αυτά θα ενθαρρύνουν τους γονείς να κάνουν μια πιο συνειδητή προσπάθεια ώστε να μιλούν περισσότερο στα παιδιά τους, είτε είναι αγόρια είτε κορίτσια.