Μείωση της γονιμότητας παρατηρείται στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες και παρόλο που οι αιτίες γι’αυτό παραμένουν σχεδόν άγνωστες, ένας αριθμός παραγόντων είναι πιθανό να συμβάλει στα διαρκώς μειούμενα ποσοστά. Αυτοί μπορεί να είναι η ηλικία που αποφασίζει ένας άνθρωπος να κάνει η οικογένεια, η διατροφή, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, το βάρος, αλλά και το αν ασκείται. Οποιαδήποτε κι αν είναι η αιτία, όμως, η μείωση αυτή στη γονιμότητα σημαίνει ότι περίπου το 15% των ζευγαριών χρειάζεται πλέον περισσότερο από ένα έτος για να καταφέρει να συλλάβει.

Παρόλο που ακόμα οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν πολλά για την πτώση της γονιμότητας, οι Δρ. Linda Juel Ahrenfeldt και Δρ. Maarten Wensink, αναπληρωτές καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Δανίας, θέλησαν να κατανοήσουν τη σχέση ανάμεσα στη χαμηλή γονιμότητα και την υγεία. Χρησιμοποίησαν τον χρόνο για την εγκυμοσύνη (τον αριθμό των μηνών που χρειάστηκαν για τη σύλληψη) ως ένα έμμεσο μέτρο γονιμότητας και διαπίστωσαν ότι το μεγαλύτερο διάστημα για την εγκυμοσύνη συνδέθηκε με περισσότερες νοσηλείες τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, αλλά και με μικρότερο προσδόκιμο ζωής για τις γυναίκες. Το συμπέρασμα αυτό, μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα ρεαλιστικό στην περίπτωση που ο χρόνος σύλληψης ξεπερνούσε τους 18 μήνες.

Όπως αναφέρεται σε άρθρο στο The Conversation, για τη διεξαγωγή της μελέτης, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δεδομένα από συμμετέχοντες σε δύο έρευνες διδύμων –με συνολικά 14.000 συμμετέχοντες- που γεννήθηκαν μεταξύ 1931 και 1976, εκ των οποίων το 55% ήταν γυναίκες. Οι ερευνητές δεν χρησιμοποίησαν αυτές τις έρευνες επειδή οι συμμετέχοντες ήταν δίδυμοι, αλλά επειδή περιελάμβαναν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τον χρόνο για την εγκυμοσύνη κατά την πρώτη προσπάθεια σύλληψης.

«Βρήκαμε ότι, σε αυτή την ομάδα, όσοι χρειάζονταν περισσότερο χρόνο να συλλάβουν, παρουσίαζαν επίσης μεγαλύτερη θνησιμότητα –και ειδικά οι γυναίκες. Όσες χρειάζονταν περισσότερο από 18 μήνες για να συλλάβουν είχαν συνολική θνησιμότητα περίπου 46% υψηλότερη σε σύγκριση με εκείνες που χρειάζονταν λιγότερο από δύο μήνες», εξηγούν οι Δρ. Juel Ahrenfeldt και Δρ. Wensink.

Η χαμηλότερη γονιμότητα φάνηκε να σχετίζεται επίσης με περισσότερες νοσηλείες. Άνδρες και γυναίκες που χρειάζονταν περισσότερους από 18 μήνες για να συλλάβουν νοσηλεύονταν συχνότερα –περίπου 21% πιο συχνά οι γυναίκες και 16% οι άνδρες- συγκριτικά με όσους χρειάζονταν λιγότερο από δύο μήνες.

Ο μεγαλύτερος χρόνος για την εγκυμοσύνη σχετίστηκε με μεγαλύτερη γκάμα ασθενειών, ειδικά στις γυναίκες, μεταξύ των οποίων διατροφικές και μεταβολικές ασθένειες (όπως η παχυσαρκία ή οι καρδιακές παθήσεις) και ασθένειες του αναπνευστικού (όπως η πνευμονία). Επιπλέον, σχετίστηκε και με κάποιες αιτίες θανάτου, όπως από πνευμονία και άλλες αναπνευστικές παθήσεις και από παθήσεις του πεπτικού, ουροποιητικού, αναπαραγωγικού και ενδοκρινικού συστήματος στις γυναίκες.

Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες

Γιατί υπάρχει αυτή η προφανής σύνδεση; Οι λόγοι του συσχετισμού παραμένουν άγνωστοι, αλλά θα μπορούσαν να σχετίζονται με γενετικούς, ορμονικούς ή παράγοντες του τρόπου ζωής ή λόγω κληρονομικότητας –αν για παράδειγμα η μητέρα κάπνιζε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.

Σε προηγούμενη μελέτη με το ίδιο δείγμα συμμετεχόντων, οι επιστήμονες προσπάθησαν να αποφανθούν αν ο χρόνος για την εγκυμοσύνη έχει γενετική βάση. Στη μελέτη αυτή, το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες ήταν δίδυμοι ήταν σημαντικό, επειδή τα μονοζυγωτικά δίδυμα έχουν μόνο το 50% των γονιδίων τους κοινά, όπως δηλαδή τα υπόλοιπα αδέρφια. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να παρατηρηθεί η γενετική συνεισφορά στη γονιμότητα.

«Δείξαμε ότι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση στον χρόνο για την εγκυμοσύνη προερχόταν από περιβαλλοντικές επιδράσεις, που αφορούσαν στο 96% της γονιμότητας στους άνδρες και στο 28% στις γυναίκες. Συνολικά, αυτό μας δείχνει ότι το περιβάλλον παίζει σημαντικότερο ρόλο από τα γονίδια στη γονιμότητα και για τα δύο φύλα, αλλά είναι πιο αξιόλογη η γενετική συνεισφορά στη γονιμότητα στις γυναίκες», επισημαίνουν οι ειδικοί.

Συνδυάζοντας τα ευρήματα και των δύο μελετών, διαπιστώνουμε ότι η χαμηλή γονιμότητα όχι μόνο συνδέεται με χειρότερα αποτελέσματα υγείας, αλλά προσδιορίζεται εκτενώς και από περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως η διατροφή, το κάπνισμα και η ηλικία που προσπαθεί κάποιος να συλλάβει.

Ο ισχυρότερος δεσμός ανάμεσα στη χαμηλή γονιμότητα και τα υψηλότερα ποσοστά νοσηλειών και πρόωρων θανάτων στις γυναίκες δεν θεωρείται απόλυτα απροσδόκητος, καθώς η εγκυμοσύνη επιβάλλει αυξημένες πιέσεις στο γυναικείο σώμα. Μελλοντικές μελέτες, ωστόσο, μπορεί να συγκρίνουν άμεσα τις διαφορές στη γονιμότητα ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες.

Διαβάστε επίσης

Επαναλαμβανόμενες αποβολές: Πώς μπορεί να σταματήσει ο φαύλος κύκλος

Πολύποδες: Πόσο μεγάλο εμπόδιο είναι για τη γονιμότητα – Η σωστή αντιμετώπιση

Γονιμότητα: Ο παράγοντας που αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας της εξωσωματικής