Πόσο ασφαλή είναι τα επιτρεπτά από την ΕΕ όρια ατμοσφαιρικής ρύπανσης για την υγεία των παιδιών; Τα ευρήματα που παρουσιάστηκαν πρόσφατα στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμολογικής Εταιρείας αμφισβητούν τις υφιστάμενες οδηγίες και κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου.

Σύμφωνα με το πόρισμα της μελέτης, η αδύναμη λειτουργία των πνευμόνων σε παιδιά και εφήβους αποτελεί μια σίγουρη επίπτωση της έκθεση στους ατμοσφαιρικούς ρύπους, ακόμα και σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ενδιαφέρον αποτελεί ο ρόλος του θηλασμό στην αποτροπή κάποιων από τους κινδύνους εφόσον πραγματοποιηθεί για τουλάχιστον δώδεκα εβδομάδες.

Η μελέτη συμπεριέλαβε 915 παιδιά ηλικίας έξι, δέκα ή 15 ετών από δύο περιοχές της Γερμανίας, το Μόναχο και το Βέσελ, στα οποία καταγράφηκε η αναπνοή σύμφωνα με το πόσο αέρα μπορούσαν να εκπνεύσουν έπειτα από την πιο βαθιά ανάσα που μπορούσαν να πάρουν (FVC) και πόσο αέρα μπορούσαν να εκπνεύσουν σε ένα δευτερόλεπτο (FEV1). Χαμηλές μετρήσεις υποδηλώνουν περιορισμό ή παρεμπόδιση της αναπνοής είτε παθήσεις όπως το άσθμα.

Η συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων των παραπάνω μετρήσεων με τα επίπεδα ρύπανσης στις περιοχές όπου τα παιδιά έζησαν κατά τον πρώτο χρόνο της ζωής τους -συμπεριλαμβανομένων και άλλων παραγόντων που σχετίζονται με την κακή πνευμονική λειτουργία όπως το μητρικό κάπνισμα- έδειξε πως:

  • όσο υψηλότερα ήταν τα επίπεδα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης κατά τη βρεφική ηλικία, τόσο χειρότερη ήταν η πνευμονική τους λειτουργία όσο μεγάλωναν,
  • η επίδραση στη λειτουργία των πνευμόνων είχε υπάρξει μεγαλύτερη σε παιδιά που εμφάνισαν άσθμα,
  • ορισμένες από τις βλάβες που συνδέονται με την ατμοσφαιρική ρύπανση μειώθηκαν σε βρέφη που θήλασαν.

Σύμφωνα με τον Δρ. Qi Zhao του Ινστιτούτου Έρευνας για την Περιβαλλοντική Ιατρική “Leibniz” στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, τα ευρήματα δείχνουν με ευκρίνεια πως τα βρέφη που μεγαλώνουν αναπνέοντας μολυσμένο αέρα, ακόμη και σε επίπεδα κάτω από αυτά που ορίζουν οι κανονισμοί της ΕΕ, έχουν χειρότερη αναπνευστική λειτουργία μεγαλώνοντας, κάτι ιδιαιτέρως ανησυχητικό δεδομένων προηγούμενων ερευνών που έδειξαν ότι η βλάβη στους πνεύμονες κατά το πρώτο έτος της ζωής μπορεί να επηρεάσει υγεία του αναπνευστικού σε όλη την υπόλοιπη ζωή.

Υπεύθυνη και για το άσθμα στου ενήλικες

Μια δεύτερη μελέτη που παρουσιάστηκε στο Συνέδριο έδειξε ότι οι ενήλικες που εκτίθενται σε ατμοσφαιρική ρύπανση, ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα, για περίοδο δεκαετιών είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν άσθμα.

Οι ερευνητές μελέτησαν τα στοιχεία από 23.000 Δανές νοσοκόμες που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη είτε το 1993 είτε το 1999 και τα δεδομένα από το Εθνικό Μητρώο Ασθενών της χώρας που κατέγραφαν περιπτώσεις που οι νοσοκόμες χρειάστηκαν θεραπεία για άσθμα. Οι πληροφορίες ελέγχθηκαν αναφορικά με τα επίπεδα δύο ατμοσφαιρικών ρύπων – διοξείδιο του αζώτου (NO2) και σωματιδιακή ύλη μικρότερη από 2,5 microns-μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο (PM2,5) – και τα επίπεδα του θορύβου από τους αυτοκινητοδρόμους στις περιοχές που ζούσαν οι νοσοκόμες. Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες που συνδέονται με το άσθμα, όπως το κάπνισμα και η παχυσαρκία.

Διαπιστώθηκε ότι, ενώ η ηχορύπανση δεν συνδέεται με τα ποσοστά άσθματος, υπήρχε σχέση μεταξύ της μακροχρόνιας έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση και της πιθανότητας διάγνωσης με άσθμα, με αύξηση 29% των πιθανοτήτων για κάθε αύξηση της σωματιδιακής ύλης κατά 6,3 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο (microns), και 16% για κάθε αύξηση κατά 8,2 microns του ΝΟ2.

Διαβάστε επίσης:

Η ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί περισσότερες παθήσεις απ’ όσες φαντάζεστε

Ατμοσφαιρική ρύπανση: Επικίνδυνη και για την υγεία των νεφρών

Πόσο επικίνδυνο είναι το «καθαρό» σπίτι για το άσθμα του παιδιού