Μια διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη έχει αρνητικές συνέπειες για την υγεία, ανεξάρτητα από το κατά πόσο συμβάλλει στην παχυσαρκία, υποστηρίζει μια νέα μελέτη που πραγματοποιήθηκε από Ινστιτούτο Επιστημών Υγείας MRC του Λονδίνου.

Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι το μικρότερο προσδόκιμο επιβίωσης που είχαν οι φρουτόμυγες που κατανάλωναν πολλή ζάχαρη δεν ήταν αποτέλεσμα των μεταβολικών προβλημάτων τους, αλλά ότι ο πρώιμος θάνατός τους σχετιζόταν με τη συγκέντρωση ενός φυσικού αποβλήτου, του ουρικού οξέος, όπως αναφέρεται στη σχετική δημοσίευση στο Cell Metabolism.

Όπως είναι ήδη γνωστό, η κατανάλωση αυξημένης ποσότητας ζάχαρης είναι ανθυγιεινή και μπορεί να μειώσει κατά πολύ το προσδόκιμο ζωής ενός ατόμου. Ενώ, όμως, πιστεύεται ότι η μείωση αυτή οφείλεται σε μεταβολικά προβλήματα, η νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι, τουλάχιστον στις φρουτόμυγες, δεν είναι αυτή η αιτία.
«Ακριβώς όπως και οι άνθρωποι, οι φρουτόμυγες που ακολούθησαν διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη παρουσίασαν πολλά χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεταβολικών παθήσεων, όπως για παράδειγμα την παχυσαρκία και την αντίσταση στην ινσουλίνη», εξηγεί η επικεφαλής ερευνήτρια, Δρ. Helena Cochemé.

Όπως, όμως, το αλάτι, έτσι και η ζάχαρη προκαλεί αφυδάτωση, με τη δίψα να είναι πράγματι ένα πρώιμο σημάδι αυξημένου σακχάρου στο αίμα και διαβήτη. «Το νερό είναι ζωτικό για την υγεία μας, αν και οι μεταβολικές μελέτες συχνά παραγνωρίζουν τη σημασία του. Για το λόγο αυτό, ήταν έκπληξη για εμάς ότι απλώς παρέχοντας στις μύγες επιπλέον πηγή νερού, καταφέραμε να μην παρουσιάσουν μειωμένο προσδόκιμο ζωής, παρόλο που τρέφονταν με πολλή ζάχαρη. Το απροσδόκητο ήταν ότι αυτές οι μύγες εξακολουθούσαν να παρουσιάζουν τα κλασικά μεταβολικά προβλήματα που σχετίζονται με αυξημένη πρόσληψη ζάχαρης από τη διατροφή», σχολιάζει η Δρ. Cochemé.

Βασιζόμενη στην επίδραση του νερού, λοιπόν, η ομάδα αποφάσισε να επικεντρωθεί στο νεφρικό σύστημα των μυγών, αποδεικνύοντας ότι η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης προκαλούσε συγκέντρωση ουρικού οξέος, ενός μορίου που αποτελεί το τελικό προϊόν της διάσπασης των πουρινών, σημαντικών δομικών στοιχείων του DNA. Το ουρικό οξύ, όμως, είναι επιρρεπές στην κρυστάλλωση, δημιουργώντας έτσι πέτρες στα νεφρά. Οι ερευνητές μπόρεσαν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο αυτό, είτε διαλύοντας τον σχηματισμό τους με πόσιμο νερό είτε εμποδίζοντας την παραγωγή ουρικού οξέος μέσω φαρμακευτικής αγωγής. Αυτό, με τη σειρά του, προστάτευσε τις μύγες από τη μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης που προκαλεί η πλούσια σε ζάχαρη διατροφή.

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι αν πίνουμε πολύ νερό, μπορούμε να τρώμε όση ζάχαρη θέλουμε. «Μπορεί οι φρουτόμυγες που κατανάλωναν πολλή ζάχαρη να ζούσαν περισσότερο όταν είχαν πρόσβαση στο νερό, αλλά δεν ήταν υγιείς. Στους ανθρώπους, για παράδειγμα, η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Η μελέτη μας υποδεικνύει ότι η διαταραχή του μονοπατιού της πουρίνης είναι περιοριστικός παράγοντας για τις μύγες που τρέφονται με πολλή ζάχαρη. Με απλά λόγια, ο πρόωρος θάνατος λόγω ζάχαρης δεν είναι απαραίτητα μια άμεση συνέπεια της παχυσαρκίας», εξηγεί η ειδικός.

Για να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της ζάχαρης από τη διατροφή στην ανθρώπινη υγεία, συνεργάτες των επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο Kiel της Γερμανίας αναζήτησαν την επιρροή της διατροφής σε υγιείς εθελοντές. «Ακριβώς όπως και στις μύγες, έτσι και στους ανθρώπους βρήκαμε ότι η πρόσληψη διατροφικών σακχάρων σχετίζεται με χειρότερη νεφρική λειτουργία και υψηλότερα επίπεδα πουρίνης στο αίμα», σημειώνει ο Δρ. Christoph Kaleta, συγγραφέας της μελέτης.

Το επόμενο βήμα των ερευνητών είναι να εξετάσουν πως μεταφράζονται και στους ανθρώπους τα αποτελέσματα της μελέτης σε φρουτόμυγες και αν το μονοπάτι της πουρίνης συμβάλλει επίσης και στη ρύθμιση της ανθρώπινης επιβίωσης. «Υπάρχουν σημαντικά στοιχεία που δείχνουν ότι αυτά που τρώμε επηρεάζουν το προσδόκιμο ζωής και τον κίνδυνο που διατρέχουμε για παθήσεις που σχετίζονται με τη γήρανση. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στο μονοπάτι της πουρίνης, ελπίζουμε να βρούμε νέους θεραπευτικούς στόχους και στρατηγικές για να ενισχύσουμε την υγιή γήρανση», καταλήγουν οι επιστήμονες.