Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί σύντομα να παίζει καθοριστικό ρόλο στη θεραπεία της κατάθλιψης, καθώς ένα νέο «έξυπνο» σύστημα που ανέπτυξαν επιστήμονες στις ΗΠΑ, είναι το πρώτο στον κόσμο που μπορεί να προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια αν ένας ασθενής θα ανταποκριθεί στη χορήγηση αντικαταθλιπτικών ή όχι, οπότε θα πρέπει να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις όπως η ψυχοθεραπεία.

Ο υπολογιστής -με τη βοήθεια του κατάλληλου αλγόριθμου μηχανικής μάθησης που αναλύει τη δραστηριότητα στα εγκεφαλογραφήματα ενός ανθρώπου με κατάθλιψη (ιδιαίτερα τα λεγόμενα «κύματα άλφα»)- είναι σε θέση να κάνει πρόγνωση για την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής θεραπείας. Η χρήση των αντικαταθλιπτικών έχει αυξηθεί κατακόρυφα διεθνώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες, χωρίς όμως τα φάρμακα να «δουλεύουν» σε πολλούς ασθενείς.

Ουκ ολίγοι ασθενείς δεν ανταποκρίνονται καθόλου στα αντικαταθλιπτικά, ενώ άλλοι εμφανίζουν παρενέργειες, ακόμη και επιδείνωση της κατάστασης τους. Μόνο το ένα τρίτο περίπου των ασθενών (γύρω στο 30%) αντιδρούν θετικά στο πρώτο αντικαταθλιπτικό φάρμακο και εμφανίζουν σχετικά γρήγορα υποχώρηση των συμπτωμάτων τους. Χρειάζονται τουλάχιστον δύο μήνες για να αξιολογηθεί από τον γιατρό κατά πόσο ένα αντικαταθλιπτικό φέρνει αποτέλεσμα. Μερικές φορές περνάνε χρόνια, ώσπου να βρεθεί ένα φάρμακο στο οποίο θα ανταποκριθεί ένας ασθενής.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τους καθηγητές ψυχιατρικής Μαντουκάρ Τριβέντι του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου UT Southwestern του Τέξας και Αμίτ Έτκιν της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνιας, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο Nature Biotechnology. Οι ψυχίατροι μελέτησαν -στο πλαίσιο της διάρκειας 16 εβδομάδων κλινικής δοκιμής EMBARC (Establishing Moderators and Biosignatures of Antidepressant Response)- 309 ασθενείς με σοβαρή κατάθλιψη, που χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, από τις οποίες η μία πήρε αντικαταθλιπτικό σερτραλίνη και η άλλη ψευδοφάρμακο (placebo).

Το «έξυπνο» υπολογιστικό σύστημα SELSER -που αναπτύχθηκε με χρηματοδότηση από το Εθνικό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ- πρόβλεψε με επιτυχία ποιοι ασθενείς θα ωφελούνταν από τα αντικαταθλιπτικά μέσα στο επόμενο δίμηνο και ποιοι όχι. Τα ευρήματα αυτά επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια σε άλλες τρεις ομάδες ασθενών.

Τα επόμενα βήματα, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα είναι να ολοκληρώσουν μια μεγαλύτερη έρευνα που θα επιβεβαιώσει οριστικά την αξιοπιστία της νέας τεχνικής και τελικά να ζητήσουν από την αρμόδια εποπτική αρχή των ΗΠΑ, την Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), την έγκριση για τη καινοτόμο μέθοδο τους και την ανάπτυξη μιας διεπαφής τεχνητής νοημοσύνης η οποία θα ενσωματωθεί στα μηχανήματα των εγκεφαλογραφημάτων. Αυτό θα επιτρέψει μια πιο εξατομικευμένη θεραπεία της κατάθλιψης στο μέλλον.

«Μπορεί να είναι τρομερό για ένα ασθενή, όταν ένα αντικαταθλιπτικό δεν ‘δουλεύει’. Η έρευνα μας δείχνει ότι οι ασθενείς δεν θα είναι ανάγκη πια να υφίστανται την επώδυνη διαδικασία του να δοκιμάζουν άλλα φάρμακα μήπως πιάσουν», δήλωσε ο δρ Τριβέντι. «Θα εκπλαγώ αν η νέα μέθοδος δεν χρησιμοποιείται ευρέως από τους γιατρούς μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια», πρόσθεσε ο δρ Έτκιν.

Η μείζων καταθλιπτική διαταραχή είναι μια από τις συχνότερες ψυχικές διαταραχές και εκτιμάται ότι έως το 7% του ενήλικου πληθυσμού την εμφανίζει, με συμπτώματα όμως που διαφέρουν πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο, όσον αφορά το είδος και τη σοβαρότητα τους. Μεταξύ άλλων, μπορεί να περιλαμβάνουν μελαγχολία, απελπισία, χαμηλή αυτοεκτίμηση, διαταραχές ύπνου (πολύ λίγος ή υπερβολικός), μικρή ζωτική ενέργεια, σωματική εξάντληση, ανεξήγητους σωματικούς πόνους και μεταβολές της όρεξης (από ανορεξία έως βουλιμία).