Νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Psychological Medicine  και διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ διαπιστώνει ότι το κάπνισμα μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης και σχιζοφρένειας.

Είναι γνωστό ότι το κάπνισμα είναι σύνηθες μεταξύ όσων υποφέρουν από ψυχικές νόσους, ιδιαίτερα κατάθλιψη και σχιζοφρένεια. Ωστόσο δεν έχει καταστεί σαφές αν υπάρχει σχέση αιτίου αποτελέσματος και αν ναι, προς ποια κατεύθυνση. Οι ψυχικές νόσοι αυξάνουν την πιθανότητα καπνίσματος ή το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την εκδήλωση ψυχικών νόσων.

Οι ερευνητές από την Ερευνητική Ομάδα του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ για το κάπνισμα και το αλκοόλ χρησιμοποίησαν δεδομένα από 462.690 άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής, 8% των οποίων ήταν καπνιστές και 22% πρώην καπνιστές.

Οι ερευνητές εφάρμοσαν μια αναλυτική προσέγγιση, την Μενδελιανή τυχαιοποίηση, που βασίζεται σε γενετικές μεταβλητές που σχετίζονται με μία έκθεση (π.χ. κάπνισμα) για να υποστηρίξει δυνατά συμπεράσματα σχετικά με σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο κατάθλιψης και σχιζοφρένειας, αλλά επίσης ότι η κατάθλιψη και η σχιζοφρένεια αυξάνουν την πιθανότητα καπνίσματος, αν και τα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση ήταν πιο αδύναμα.

Διαπιστώθηκε ότι τόσο η ίδια η έναρξη της συνήθειας όσο και τα υψηλά επίπεδα χρήσης συνδέθηκαν με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης και σχιζοφρένειας. Για παράδειγμα, ένα άτομο που κάπνιζε περίπου 20 τσιγάρα τη μέρα για 15 χρόνια αλλά στη συνέχεια δεν κάπνιζε για 17 χρόνια διέτρεχε διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης σχιζοφρένειας και σχεδόν διπλάσια πιθανότητα εμφάνισης κατάθλιψης συγκριτικά με κάποιον που δεν είχε καπνίσει ποτέ. Φάνηκε και το αντίστροφο, ότι δηλαδή αυτοί που παρουσίαζαν κάποια γενετική προδιάθεση εμφάνισης κατάθλιψης ή σχιζοφρένειας κάπνιζαν περισσότερο αλλά η επίδραση αυτή ήταν πολύ μικρότερη.

Η έρευνα προσθέτει στοιχεία στον αυξανόμενο όγκο ερευνών που καταδεικνύουν ότι το κάπνισμα μπορεί να έχει αρνητικές επιδράσεις στην ψυχική υγεία.

Η ίδια ομάδα ερευνητών δημοσίευσαν μια παρόμοια έρευνα στην British Journal of Psychiatry νωρίτερα αυτή τη χρονιά σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ παρέχοντας στοιχεία ότι το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο διπολικής διαταραχής.

Η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Robyn Wootton σχολίασε ότι «η έρευνά μας δείχνει ότι πρέπει να επιμείνουμε στις προσπάθειές μας να αποτρέψουμε την έναρξη του καπνίσματος και να ενθαρρύνουμε τη διακοπή του εξαιτίας των συνεπειών που έχει στην ψυχική καθώς και στην σωματική υγεία».

Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι η συγκεκριμένη μελέτη δεν αναδεικνύει σχέσεις αιτιότητας και επομένως δε θα μπορούσαμε να αποφανθούμε αν το κάπνισμα καθαυτό προκαλεί αύξηση του κινδύνου παρουσίασης αυτών των ψυχικών ασθενειών ή αν αυτό αποτελεί ένα μέσο «αυτοθεραπείας» εκείνων που βρίσκονται αντιμέτωποι με τέτοιου τύπου προβλήματα.

Η Δρ. Wootton σε μια προσπάθεια να εξηγήσει τα παρόντα ευρήματα, υποθέτει ότι η νικοτίνη που περιέχουν τα τσιγάρα επηρεάζουν τις νευρικές οδούς του εγκεφάλου που συνδέονται με τις ψυχικές νόσους. Η υπόθεση αυτή έχει μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι νικοτίνη περιλαμβάνεται και στα ηλεκτρονικά τσιγάρα.

Η χρήση κάνναβης μπορεί επίσης να νοηματοδοτεί τα αποτελέσματα της μελέτης. Έχει βρεθεί ότι η χρήση κάνναβης αυξάνει τον κίνδυνο ψυχικών νοσημάτων και παράλληλα αυτοί που καπνίζουν είναι πιο πιθανό να κάνουν και χρήση κάνναβης.

Ο Δρ Ian Hamilton, ειδικός στις εξαρτήσεις και την ψυχική υγεία από το Πανεπιστήμιο του York, τόνισε ότι μέχρι τώρα ήταν γνωστές οι επιπτώσεις του καπνίσματος στην σωματική μας υγεία, ενώ η συγκεκριμένη μελέτη αναδεικνύει τις ψυχικές επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η συνήθεια.

Ο ίδιος υπογράμμισε την ανάγκη ευαισθητοποίησης της κοινωνίας σχετικά με το κάπνισμα, ιδιαίτερα μάλιστα τα παιδιά σχολικής ηλικίας που μπορεί να μπαίνουν στον πειρασμό να το δοκιμάσουν.