Οι προληπτικοί έλεγχοι για καρκίνο είναι έως και ένα τέταρτο λιγότεροι στις γυναίκες με διαβήτη, με διακύμανση ανάλογα με τον τύπο, θέτοντας τες σε κίνδυνο για ένα συνολικά κακό θεραπευτικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Diabetologia.

Οι ερευνήτριες Dominika Bhatia και Lorraine Lipscombe από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο, διαπίστωσαν ότι οι εξετάσεις για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας ήταν 24% λιγότεροι στις γυναίκες με διαβήτη, συγκριτικά σε εκείνες χωρίς διαβήτη. Ενώ επίσης ήταν λιγότεροι οι έλεγχοι κατά 17% για καρκίνο του μαστού και κατά 14% για καρκίνο του παχέος εντέρου.

Ο διαβήτης έχει ήδη σχετιστεί με 30% μεγαλύτερη συχνότητα συγκεκριμένων καρκίνων και με 40% υψηλότερη θνησιμότητα μετά από καρκινική διάγνωση. Εκτός από τους κοινούς παράγοντες κινδύνου μεταξύ των δύο παθήσεων, έχει παρατηρηθεί και αιτιολογική σχέση, με την υψηλή αναλογία ινσουλίνης στο αίμα και την ινσουλινοαντίσταση να σχετίζονται με τον σχηματισμό καρκινικών όγκων.

Ως γνωστόν ο προληπτικός διαγνωστικός έλεγχος μειώνει τους καρκινικούς θανάτους: έως και κατά 33% από καρκίνο του μαστού, έως κατά 70% από καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και κατά 37% από καρκίνο παχέος εντέρου.

Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι ο διαβήτης σχετίζεται με διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες σε ότι αφορά στη θεραπεία του καρκίνου και τα ποσοστά επιβίωσης. Οι πάσχοντες από διαβήτη είναι πιθανότερο να διαγνωστούν με προχωρημένου σταδίου όγκους, να βιώσουν περισσότερη τοξικότητα κατά την θεραπεία, κάτι που με τη σειρά του αναγκάζει τους γιατρούς να επιλέγουν πιο συντηρητικές θεραπείες. Ενώ έχει παρατηρηθεί ότι υστερούν και σε προληπτικές αγωγές καθώς προέχει η διαχείριση της χρόνιας πάθησης.

Στη νέα μελέτη, οι ερευνήτριες εξέτασαν κατά πόσο ο διαβήτης επιδρά στον συνιστώμενο προληπτικό έλεγχο για καρκίνο.

Ερεύνησαν λοιπόν τις βάσεις δεδομένων MEDLINE, EMBASE και CINAH για σχετικές μελέτες, την περίοδο 1 Ιανουαρίου 1997 – 18 Ιουλίου 2018, με έμφαση σε πληροφορίες για εξετάσεις για καρκίνο του μαστού, του τραχήλου της μήτρας και του παχέος εντέρου σε άτομα με διαβήτη και χωρίς από τον γενικό πληθυσμό.

Από τα 5.200 μοναδικά αρχεία, 37 μελέτες τελικά πληρούσαν τα κριτήρια: εννέα αφορούσαν στον έλεγχο για καρκίνο του μαστού, δύο για καρκίνο του τραχήλου της μήτρας και οκτώ για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Επίσης, οκτώ εστίαζαν ταυτόχρονα σε διαγνωστικό έλεγχο για καρκίνο μαστού και τραχήλου μήτρας, μια συνδυασμό μαστού και παχέος εντέρου και εννέα και τους τρεις καρκίνους μαζί. Πάνω από τις μισές μελέτες είχαν γίνει στη Βόρεια Αμερική (21 στις ΗΠΑ και 3 στον Καναδά) και οι υπόλοιπες σε Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Ασία. Τα δείγματα κυμαίνονταν από 129 έως 732.687 άτομα. Η μέση συχνότητα του διαβήτη ήταν 15,1% για τον καρκίνο του μαστού, 9,7% για τον καρκίνο τραχήλου μήτρας και 12,4% για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.

Οι γυναίκες με διαβήτη διαπιστώθηκε ότι είχαν σημαντικά λιγότερες πιθανότητες να υποβληθούν στις συνιστώμενες διαγνωστικές εξετάσεις και για τους τρεις τύπους καρκίνου. Ειδικότερα, σε ότι αφορά στον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας ήταν 24% λιγότερο πιθανό, 17% για τον καρκίνο του μαστού και 14% για τον καρκίνο του παχέος εντέρου.

Οι ερευνήτριες εικάζουν ότι το βάρος της διαχείρισης του διαβήτη συντελεί στην μειωμένη συχνότητα των εξετάσεων για τον καρκίνο. «Οι ασθενείς με παθήσεις όπως ο διαβήτης, που γενικά συνεπάγονται αυξημένη φροντίδα υγείας, ενδεχομένως να χρειάζονται διαφορετική προσέγγιση και στην πρόληψη του καρκίνου», αναφέρουν στα συμπεράσματα της μελέτης.