Τα πρώιμα σημάδια διαβήτη τύπου 2 μπορούν να γίνουν ορατά σε παιδιά ηλικίας ακόμα και οκτώ ετών, δηλαδή δεκαετίες πριν το άτομο διαγνωσθεί με την πάθηση, σύμφωνα με μία νέα γενετική μελέτη που παρουσιάζεται στο Ετήσιο Συνέδριο του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στη Βαρκελώνη (16-20 Σεπτεμβρίου).

Αναλύοντας γενετικές πληροφορίες που είναι γνωστό ότι αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 στην ενήλικη ζωή, μαζί με μετρήσεις του μεταβολισμού στα πρώτα στάδια της ζωής, οι ερευνητές βρήκαν ότι η μεγαλύτερη ευαλωτότητα στον διαβήτη επηρεάζει τα επίπεδα λιποπρωτεϊνών υψηλής πυκνότητας του παιδιού, δηλαδή της «καλής» χοληστερόλης (HDL), όπως επίσης και σημαντικά αμινοξέα και ένα χρόνιο χαρακτηριστικό της φλεγμονής που μετριέται στο αίμα. Σημειώνεται ότι συγκεκριμένοι τύποι λιπιδίων της «καλής» HDL χοληστερόλης βρίσκονται ανάμεσα στα πρώιμα χαρακτηριστικά της ευαλωτότητας για διαβήτη τύπου 2.

Αυτά τα μεταβολικά χαρακτηριστικά θα μπορούσαν να στοχευθούν με στόχο την πρόληψη ήδη από μικρή ηλικία της ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2 στο μέλλον, αναφέρουν οι ερευνητές.

«Είναι αξιοσημείωτο ότι μπορούμε να δούμε σημάδια του διαβήτη της ενήλικης ζωής στο αίμα ενός τόσο νεαρού παιδιού. Μιλάμε για 50 χρόνια πριν τον συνήθη χρόνο διάγνωσης. Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι δεν πρόκειται για μια κλινική μελέτη. Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες δεν έπασχαν από διαβήτη και οι περισσότεροι από αυτούς μάλλον δε θα αναπτύξουν. Το όλο θέμα έχει να κάνει με την ευθύνη που έχουμε όσον αφορά στην ασθένεια και το κατά πόσο μπορεί η γενετική να μας πει κάτι σχετικά με το πώς αυτή αναπτύσσεται», τονίζει ο Δρ. Joshua Bell από το Πανεπιστήμιο του Bristol, ένας εκ των επικεφαλής της έρευνας.

Η μελέτη παρακολούθησε περισσότερους από 4.000 συμμετέχοντες στη μελέτη «Παιδιά της δεκαετίας του ’90», με τους ερευνητές να συνδυάζουν τη γενετική με μια προσέγγιση που ονομάζεται «μεταβολομική» και περιλαμβάνει μετρήσεις διάφορων μικρών μορίων στο δείγμα αίματος προκειμένου να εντοπίσει μοτίβα που υπάρχουν αποκλειστικά στον διαβήτη τύπου 2.

Οι επιδράσεις του δείκτη γενετικού ρίσκου (περιλαμβανομένων 162 γενετικών στοιχείων) για τον διαβήτη τύπου 2 στους ενηλίκους εξετάστηκαν σε περισσότερα από 200 μεταβολικά χαρακτηριστικά που μετρήθηκαν τέσσερις φορές στους ίδιους συμμετέχοντες. Η πρώτη φορά ήταν κατά την παιδική ηλικία (οκτώ ετών), δύο φορές κατά την εφηβεία (στην ηλικία από 16 έως 18 ετών) και τέλος στην πρώιμη ενηλικίωση (στην ηλικία των 25 ετών).

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε υγιή πληθυσμό που σε γενικό πλαίσιο δεν έπασχε από διαβήτη τύπου 2 και άλλες χρόνιες παθήσεις, προκειμένου να διαπιστωθεί πόσο νωρίς στη ζωή ενός ατόμου μπορούν να γίνουν ορατές οι επιδράσεις της ευαλωτότητας στον διαβήτη. Συγκεκριμένα, η HDL «καλή» χοληστερόλη ήταν μειωμένη στην ηλικία των οκτώ ετών, ενώ στην ηλικία των 16 και 18 ετών άλλοι τύποι χοληστερόλης, όπως η LDL «κακή χοληστερόλη», φλεγμονώδη ακετύλια γλυκοπρωτεϊνης και αμινοξέα, εμφανίστηκαν αυξημένα. Αυτές οι διαφορές, μάλιστα, μεγάλωναν με την πάροδο του χρόνου.

«Αν θέλουμε να αποτρέψουμε τον διαβήτη, πρέπει να ξέρουμε πώς ξεκινάει. Η γενετική μπορεί να βοηθήσει σε αυτό, αλλά στόχος μας είναι να μάθουμε πώς εξελίσσεται η πάθηση και όχι να προβλέψουμε ποιος θα νοσήσει ή όχι. Άλλες προσεγγίσεις μπορεί να βοηθήσουν στην πρόβλεψη, αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα μας δείξουν και πού πρέπει να παρέμβουμε. Αν γνωρίζουμε τη μορφή των πρώιμων χαρακτηριστικών του διαβήτη τύπου 2, θα μπορούμε να παρέμβουμε πολύ νωρίτερα για να αναστείλουμε την εξέλιξη του διαβήτη στην πλήρη έκφανσή του, αλλά και τις επιπλοκές που τον συνοδεύουν», καταλήγει ο Δρ. Bell.