Οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να λαμβάνουν συνταγογράφηση για τη φυσική δραστηριότητα την οποία πρέπει να πραγματοποιούν έτσι ώστε να ελέγξουν τα επίπεδα του σακχάρου και να βελτιώσουν την υγεία τους. Αυτή είναι μία από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Εταιρίας Προληπτικής Καρδιολογίας (European Association of Preventive Cardiology) που δημοσιεύθηκε στο European Journal of Preventive Cardiology.

«Η καθιστική ζωή και η ανθυγιεινή διατροφή είναι οι βασικότεροι παράγοντες αύξησης του αριθμού των ασθενών με διαβήτη και εμφάνισης καρδιαγγειακών προβλημάτων όπως η καρδιακή προσβολή», σχολιάζει ο επικεφαλής συγγραφέας Δρ. Hareld Kemps, καρδιολόγος στο Ιατρικό Κέντρο Máxima στο Veldhoven της Ολλανδίας. «Ο διαβήτης τύπου 2 διπλασιάζει τον κίνδυνο θνησιμότητας, αλλά όσο περισσότερο ασκούνται οι ασθενείς, τόσο περισσότερο μειώνεται ο κίνδυνος. Δυστυχώς, η πλειονότητα των ασθενών δεν πραγματοποιεί ακόμα τέτοια προγράμματα άσκησης».

Ένας στους 11 ενήλικες παγκοσμίως πάσχουν από διαβήτη, εκ των οποίων το 90% έχει διαγνωσθεί με διαβήτη τύπου 2. Σχεδόν όλοι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 παρουσιάζουν καρδιαγγειακές επιπλοκές, οι οποίες αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου σε αυτή την ομάδα ασθενών.

Η μελέτη παρέχει πρακτικές προτάσεις προς τους γιατρούς, ώστε να κινητοποιήσουν τους ασθενείς να ενσωματώσουν τη φυσική δραστηριότητα στην καθημερινότητά τους, να θέσουν εφικτούς και μετρήσιμους στόχους και να σχεδιάσουν ένα ατομικό πρόγραμμα άσκησης για να πετύχουν αυτούς τους στόχους.

«Μόνο με το να συμβουλεύουν τους ασθενείς να ασκούνται, τακτική την οποία ακολουθούν κατά κόρον οι γιατροί, δεν έχουμε αποτελέσματα», σχολιάζει ο Δρ. Kemps. «Οι ασθενείς πρέπει να αξιολογούνται με βάση τη συννοσηρότητα, τους κινδύνους που σχετίζονται με τη γυμναστική, αλλά και τις προσωπικές τους προτιμήσεις. Μακροπρόθεσμα, αυτή η πρακτική θα αποδειχθεί αποδοτική οικονομικά, έτσι ώστε να αφυπνίσουμε τους υπεύθυνους για τη χάραξη πολιτικής υγείας και να επενδύσουν σε αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, οι κλινικοί γιατροί θα πρέπει να πάρουν τα ηνία και να εκμαιεύσουν επενδύσεις σε αυτά τα προγράμματα».

Οι ασθενείς θα πρέπει να επισκέπτονται τον γιατρό τους για ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα και όσοι διαθέτουν ασφάλιση υγείας να ρωτούν αν το συμβόλαιό τους καλύπτει τα προγράμματα άσκησης, τονίζει ο Δρ. Kemps και συνεχίζει: «Υπάρχουν, επίσης, βήματα τα οποία μπορεί να κάνει ένας ασθενής χωρίς τη συμβουλή του γιατρού του, όπως είναι να σηκώνεται από την καρέκλα του ανά τακτά χρονικά διαστήματα και η μέτριας έντασης άσκηση όπως το περπάτημα και το ποδήλατο. Η απομακρυσμένη καθοδήγηση φαίνεται επίσης ελπιδοφόρα, καθώς οι ασθενείς παρακολουθούν τις επιδόσεις τους μέσω των smartwatches και στη συνέχεια στέλνουν τα δεδομένα σε ένα επαγγελματία υγείας για να τα ελέγξει και να τους καθοδηγήσει ανάλογα».

Οι πρακτικοί και εξειδικευμένοι στόχοι τείνουν να δημιουργούν κίνητρο στους ανθρώπους, εξηγεί ο Δρ. Kemps. «Για ένα ηλικιωμένο άτομο, ένα τέτοιο κίνητρο θα μπορούσε να είναι το να ανέβει τις σκάλες ή να περπατήσει μέχρι το σουπερμάρκετ, επιτεύγματα που θα βελτιώσουν ουσιαστικά την ποιότητα της ζωής του. Επιπλέον κίνητρο αποτελεί και το ενδεχόμενο μείωσης της φαρμακευτικής αγωγής, που μπορεί να προκύψει από τον γλυκαιμικό έλεγχο».

Όσον αφορά τους κλινικούς στόχους, η καρδιοαναπνευστική ικανότητα και ο γλυκαιμικός έλεγχος είναι οι δύο βασικότεροι. Και οι δύο βελτιώνονται με την άσκηση, οι αλλαγές που προσφέρουν μπορούν να μετρηθούν και σχετίζονται άμεσα με την ευημερία, τη συννοσηρότητα και τη θνησιμότητα. Η άσκηση βοηθά επίσης στη μείωση της αρτηριακής πίεσης και των επιβλαβών λιπιδίων στο αίμα.

Ο Δρ. Kemps σημειώνει, επίσης, ότι η απώλεια βάρους ίσως να μην είναι ο πρωτεύων στόχος για την ενσωμάτωση της άσκησης στην καθημερινότητα των ασθενών. «Είναι δύσκολο για κάποιον να χάσει βάρος μόνο με τη γυμναστική και, αν αυτός είναι ο μόνος στόχος, οι ασθενείς χάνουν το κίνητρό τους και σταματούν να ασκούνται. Η απώλεια βάρους είναι σημαντική, αλλά πρέπει να αποτελεί μέρος μιας διεπιστημονικής παρέμβασης που περιλαμβάνει και τη διατροφή».

Όσο για τον τύπο και την ένταση της άσκησης, αυτό πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή. Η προπόνηση υψηλής έντασης, π.χ. το περπάτημα με εναλλαγή από χαλαρό σε μέτριο ρυθμό, είναι πιο αποτελεσματική στην ενίσχυση της φυσικής κατάστασης και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα, αλλά μπορεί να μην είναι ασφαλής για ασθενείς που αναπτύσσουν αρρυθμίες κατά τη διάρκεια της άσκησης ή πάσχουν από ισχαιμία.

Ο κ. Kemps καταλήγει: «Ακόμα και η μικρή αύξηση της σωματικής δραστηριότητας μπορεί να ωφελήσει ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και καρδιαγγειακά προβλήματα. Η διακοπή της καθιστικής στάσης με σύντομες βόλτες για περπάτημα βελτιώνει τον έλεγχο της γλυκόζης, ενώ δύο ώρες έντονου περπατήματος μέσα στην εβδομάδα μειώνει τον κίνδυνο επιπλέον καρδιαγγειακών προβλημάτων».