Η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ήδη γνωστό ότι βλάπτει το έμβρυο αυξάνοντας τον κίνδυνο πρόωρου τοκετού και χαμηλού βάρους γέννησης, ενώ πρόσφατη έρευνα ανίχνευσε μικροσωματίδια ρύπανσης ακόμη και στον πλακούντα.

Ωστόσο μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Fertility and Sterility είναι η πρώτη που αξιολόγησε τον αντίκτυπο της βραχυπρόθεσμης έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, διαπιστώνοντας ότι τα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του αζώτου (NO2) αυξάνουν τον κίνδυνο διακοπής της κύησης κατά 16%. Το διοξείδιο του αζώτου εκλύεται κατά κύριο λόγο από τα οχήματα με πετρελαιοκινητήρες.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο Salt Lake City των ΗΠΑ και τις γύρω περιοχές, αλλά ο Δρ. Matthew Fuller από το τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Πανεπιστημίου της Γιούτα και μέλος της ερευνητικής ομάδας τονίζει ότι τα ευρήματα αφορούν σε πολλές περιοχές του κόσμου.

«Υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο τα οποία απειλούνται από την ατμοσφαιρική ρύπανση και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, επομένως δεν πρόκειται για ένα πρόβλημα που επηρεάζει μόνο την πόλη της Γιούτα». Τα επίπεδα NO2 στο Salt Lake City, άλλωστε, είναι παρόμοια με αυτά πόλεων, όπως το Λονδίνο και το Παρίσι.

Ο Δρ. Fuller ξεκίνησε να ασχολείται με το θέμα όταν ένα μέλος της οικογένειάς του απέβαλλε κατά τη διάρκεια μιας ιδιαίτερα κακής περιόδου για την ποιότητα του αέρα το 2016. «Ήταν μια κατάσταση που μου ήγειρε πολλές ερωτήσεις κι έτσι ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι την αύξηση στον αριθμό των αποβολών στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, πριν και μετά από τέτοιες περιόδους που αφορούσαν την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα.

Ο ερευνητής συνεργάστηκε με την ειδική επιστήμονα για την πληθυσμιακή υγεία, Claire Leiser για να διαπιστώσει αν αυτό το φαινόμενο ίσχυε στην πραγματικότητα, αναλύοντας αρχεία από 1.300 γυναίκες που προσήλθαν στα επείγοντα περιστατικά νοσοκομείων μετά από αποβολή το χρονικό διάστημα 2007-2015.

Συνέκριναν τα περιστατικά αποβολής μετά από έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση με άλλες περιπτώσεις εγκυμοσύνης στην ίδια γυναίκα, στις οποίες η κύηση ολοκληρώθηκε κανονικά, συμπεραίνοντας ότι η ηλικία, το βάρος, το εισόδημα και άλλοι προσωπικοί παράγοντες επηρεάζουν το τελικό αποτέλεσμα. Τελικά, κατέληξαν στην διαπίστωση ότι ο ισχυρότερος συσχετισμός με μια αποτυχημένη εγκυμοσύνη ήταν τα επίπεδα NO2 στις επτά ημέρες που προηγήθηκαν της αποβολής.

Η Dr Sarah Stock, από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου που δε συμμετείχε στην έρευνα, σχολιάζει πως «η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι σαφώς επιζήμια για την υγεία εκατομμυρίων μητέρων, βρεφών και παιδιών σε όλο τον κόσμο. Τα μέτρα για τη μείωση των επιπτώσεών της είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση της υγείας των μελλοντικών γενεών».

Σημειώνει, ωστόσο, ότι ο κίνδυνος αποβολής εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον αριθμό των εβδομάδων της κύησης και ότι η μελέτη αυτή δεν ήταν ικανή να καταγράψει αυτές τις πληροφορίες, προκαλώντας ενδεχομένως επιφυλάξεις απέναντι στο αποτέλεσμα.

«Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μειώσουμε τα συνολικά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης στις αστικές περιοχές», σημειώνει ο Δρ. Fuller και καταλήγει: «Σε προσωπικό επίπεδο, οι γυναίκες θα μπορούσαν να μεθοδεύσουν την περίοδο της εγκυμοσύνης τους, έτσι ώστε να αποφύγουν τις πιο μολυσμένες εποχές του χρόνου. Οι έγκυες θα μπορούσαν, επίσης, να αποφύγουν την άσκηση σε ημέρες με υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης και να εξετάσουν το ενδεχόμενο αγοράς φίλτρων αέρος για εσωτερικούς χώρους».

Ο μηχανισμός με τον οποίο η ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να βλάψει το αναπτυσσόμενο έμβρυο δεν έχει ακόμα καθοριστεί, αλλά μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι ρύποι προκαλούν οξειδωτικό στρες και φλεγμονή.