Έχουμε συνηθίσει να ακούμε τους γιατρούς να μας συμβουλεύουν να έχουμε υπό έλεγχο την αρτηριακή μας πίεση και το σάκχαρο και να γυμναζόμαστε προκειμένου να μην εκδηλώσουμε διαβήτη και να είμαστε σε μια γενικότερα καλή φυσική κατάσταση. Ωστόσο, δεν αποτρέπουμε κάνοντας όλα τα παραπάνω τον κίνδυνο εκδήλωσης νόσου Αλτσχάιμερ.

Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα, που εστίασαν σε ανάλυση ιατρικών αρχείων από το Εθνικό Αρχείο Διαβήτη της Σουηδίας.

Σήμερα υπολογίζεται ότι περίπου 50 εκατομμύρια άτομα πάσχουν από άνοια, ενώ αναμένεται ο αριθμός των ασθενών να τριπλασιαστεί τα επόμενα 30 χρόνια. Η συχνότερη μορφή άνοιας είναι η νόσος Αλτσχάιμερ και χαρακτηρίζεται από την συσσώρευση των πρωτεϊνών β-αμυλοειδές και Ταυ στον εγκέφαλο των πασχόντων. Οι εν λόγω πρωτεΐνες διακόπτουν την ομαλή ανάπτυξη των εγκεφαλικών κυττάρων με συνέπεια την εκδήλωση συμπτωμάτων, όπως η απώλεια μνήμης, η σύγχυση, η αλλαγή συμπεριφοράς, οι παραισθήσεις και γενικότερα δυσκολίες στην διεκπεραίωση καθημερινών δραστηριοτήτων.

Μέχρι πρόσφατα, οι επιστήμονες είχαν δώσει έμφαση στον ρόλο των καρδιαγγειακών παθήσεων και του διαβήτη ως προς την εκδήλωση της άνοιας και ειδικότερα της αγγειακού τύπου άνοιας. Η τελευταία εκδηλώνεται όταν τα αιμοφόρα αγγεία υποστούν βλάβη, όπως η αθηροσκλήρωση, με αποτέλεσμα τον αυξημένο κίνδυνο θρόμβωσης. Οι θρόμβοι αίματος και τα αιμορραγικά επεισόδια είναι γνωστό ότι διακόπτουν την ομαλή παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο και συντελούν σε θάνατο των εγκεφαλικών κυττάρων.

Η υψηλή αρτηριακή πίεση και ο διαβήτης έχει αποδειχθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο αθηροσκλήρωσης και άρα επηρεάζουν την παροχή οξυγόνου στον εγκέφαλο. Μάλιστα, μερίδα επιστημόνων υποστηρίζει ότι οι δύο αυτές καταστάσεις αυξάνουν τις παρατηρούμενες αλλαγές στον εγκέφαλο με νόσο Αλτσχάιμερ, και έτσι πιστεύεται ότι η υπέρταση και ο διαβήτη αυξάνουν τον κίνδυνο νόσου Αλτσχάιμερ.

Βέβαια όταν εξετάζεται η σχέση μεταξύ όλων των προαναφερόμενων παραγόντων είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο ακριβής είναι η διάγνωση της άνοιας στις μέρες μας. Η ακρίβεια, βάσει των διαθέσιμων διαγνωστικών μέσων, κυμαίνεται μεταξύ 60-90%. Άρα ένα ποσοστό 10-30% των ατόμων με διάγνωση άνοιας, τελικά έχουν λάβει τη λάθος διάγνωση.

Αναζητώντας μια διάγνωση με υψηλή ακρίβεια
Οι περισσότερες μελέτες για τη σχέση υπέρτασης, διαβήτη και νόσου Αλτσχάιμερ συνήθως γίνονται σε κλινικό περιβάλλον και αυτό σημαίνει ότι τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτές είναι εν ζωή και μπορεί να έχουν και λάθος διάγνωση.

Ο μόνος τρόπος να διαγνωστεί ένα άτομο με άνοια με ακρίβεια σχεδόν 100% είναι ότι γίνει αυτοψία στον εγκέφαλό του με λήψη και ανάλυση εγκεφαλικού ιστού.

Έτσι στην παρούσα μελέτη οι επιστήμονες διερεύνησαν τη συχνότητα της υπέρταση και του διαβήτη σε άτομα που είχαν διαγνωστεί με νόσο Αλτσχάιμερ, συγκριτικά με όσους είχαν διαγνωστεί με αγγειακού τύπου άνοια.

Αναλύθηκαν οι εγκέφαλοι 268 ατόμων που είχαν πεθάνει, όλοι άνω των 65 ετών.

Τα εγκεφαλικά δείγματα συνδυάστηκαν με λοιπές ιατρικές πληροφορίες από το Εθνικό Αρχείο Διαβήτη της Σουηδίας. Έτσι οι ειδικοί κατάφεραν να καθορίσουν αν οι εκλιπόντες έπασχαν από υπέρταση ή διαβήτη ή και τα δύο.

Εν τέλει διαπιστώθηκε υψηλή συχνότητα τόσο υπέρτασης όσο και διαβήτη τύπου 2 μεταξύ των ατόμων με αγγειακή άνοια. Οι εκλιπόντες με νόσο Αλτσχάιμερ είχαν διακριτά χαμηλότερη συχνότητα των δύο παθήσεων. Συγκεκριμένα το 37% είχαν υπέρταση, ενώ στην ομάδα της αγγειακής άνοιας το ποσοστό ήταν 74%. Επίσης το 12% των πασχόντων από νόσο Αλτσχάιμερ είχε διαβήτη, συγκριτικά με το 31% της ομάδας της αγγειακής άνοιας.

Παρά το γεγονός ότι μπορεί κανείς να σπεύσει λανθασμένα να θεωρήσει ότι όσοι έχουν νόσο Αλτσχάιμερ δεν κινδυνεύουν από διαβήτη και υπέρταση και το αντίστροφο, οι ειδικοί σημειώνουν ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσουμε να έχουμε υπό έλεγχο το σάκχαρο και την αρτηριακή μας πίεση, αφού είναι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο.