Μια παγκόσμια προσπάθεια για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης του πληθυσμού, τον περιορισμό της πρόσληψης νατρίου και την εξάλειψη των τρανς λιπαρών από τη διατροφή θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τα περιστατικά πρόωρων θανάτων από καρδιαγγειακές παθήσεις μέσα σε περίπου 25 χρόνια, υποστηρίζει νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Circulation.

«Αν προσανατολιστούμε στο συνδυασμό αυτών των τριών παρεμβάσεων, θα μπορέσουμε να έχουμε σημαντικές προοπτικές για αλλαγές στην καρδιαγγειακή υγεία από το 2040 και μετά», σχολιάζει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και αναπληρωτής καθηγητής Παγκόσμιας Υγείας στη Σχολή Δημόσια Υγείας Chan του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Goodarz Danaei.

Για να πραγματοποιήσουν τους υπολογισμούς τους, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από διάφορες μελέτες και εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, καταλήγοντας σε τρία συμπεράσματα.

Πρώτον, ότι η αναβάθμιση των θεραπειών για την υπέρταση στο 70% του παγκόσμιου πληθυσμού θα μπορούσε να αυξήσει το προσδόκιμο ζωής για 39,4 εκατομμύρια ανθρώπους. Δεύτερον, ότι ο περιορισμός της πρόσληψης νατρίου κατά 30% θα μπορούσε να αποσοβήσει επιπλέον 40 εκατομμύρια θανάτους αλλά και να συμβάλει στη μείωση της υπέρτασης, υψηλού παράγοντα κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις. Η εξάλειψη, τέλος, των τρανς λιπαρών από τη διατροφή θα απέτρεπε 14,8 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι περισσότεροι από τους μισούς μη πρόωρους θανάτους και τα 2/3 των θανάτων πριν την ηλικία των 70 ετών υπολογίζεται ότι αφορούν τους άνδρες, οι οποίοι έχουν τα υψηλότερα ποσοστά θανάτου από μη μεταδοτικές ασθένειες παγκοσμίως. Οι περιοχές που αναμένεται να ωφεληθούν περισσότερο από αυτές τις παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την Ανατολική Ασία, τις χώρες του Ειρηνικού Ωκεανού, τη Νότια Ασία και τις χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής.

Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι διάφορα προγράμματα και πρακτικές κρίνονται πλέον απαραίτητα για τη μείωση των πρόωρων θανάτων λόγω καρδιαγγειακών παθήσεων, με μία σημαντική στρατηγική να αποτελεί η αύξηση της χρήσης φαρμακευτικής αγωγής για την υπέρταση, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ασφαλής και οικονομική.

Οι ερευνητές αναγνώρισαν το γεγονός ότι η αναβάθμιση των τριών αυτών παρεμβάσεων αποτελεί μια «τεράστια πρόκληση», καθώς απαιτεί από τις χώρες να δεσμεύσουν επιπλέον πόρους για την προώθηση της ιατρικής κάλυψης και της ποιότητάς της, σημειώνοντας, όμως, ότι προηγούμενες αναλύσεις έχουν δείξει ότι αυτές οι παρεμβάσεις είναι και εφικτές και οικονομικά δυνατές.

Για παράδειγμα, το πρόγραμμα Kaiser Permanente στη Βόρεια Καρολίνα αύξησε τον έλεγχο της υπέρτασης στο 90% για χιλιάδες ασθενείς μεταξύ 2001 και 2013, χρησιμοποιώντας πρακτικές όπως τα βελτιωμένα πρωτόκολλα θεραπείας, οι φιλικές προς τον ασθενή υπηρεσίες και τα συστήματα πληροφοριών ιατρικής φροντίδας, τα οποία διευκολύνουν τον εντοπισμό ανθρώπων με υπέρταση. Παρόμοιες προσεγγίσεις, μάλιστα, έχουν υιοθετηθεί και δοκιμαστεί σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, οδηγώντας σε σημαντικές βελτιώσεις στη θεραπεία και τον έλεγχο της υπέρτασης.

«Πρόκειται για ρεαλιστικούς στόχους που έχουν επιτευχθεί σε μικρότερη κλίμακα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι η δέσμευση για την αναβάθμιση των προγραμμάτων ώστε να τους πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο», δήλωσε καταληκτικά ο Δρ. Danaei.