Με βάση έναν πρωτότυπο αλγόριθμο που δημιούργησε ομάδα ερευνητών από το Τμήμα Μοριακής Φυσιολογίας και Βιοφυσικής του Πανεπιστημίου Vanderbilt και του Ινστιτούτου Γενετικής Vanderbilt (VGI) αναγνωρίστηκαν 104 γονίδια υψηλού κινδύνου για την εμφάνιση σχιζοφρένειας.

Η ανακάλυψή τους δημοσιεύθηκε στο Nature Neuroscience και υποστηρίζει την άποψη ότι η σχιζοφρένεια είναι μια αναπτυξιακή διαταραχή που δυνητικά μπορεί να διαγνωστεί και να αντιμετωπιστεί πριν την έναρξη των συμπτωμάτων.

«Το πλαίσιο αυτό ανοίγει μια δίοδο προς αρκετές ερευνητικές κατευθύνσεις» δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής Δρ. Bingshan Li, επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Μοριακής Φυσιολογίας και Βιοφυσικής του Πανεπιστημίου Vanderbilt και ερευνητής στο VGI.

Μια κατεύθυνση της έρευνας σύμφωνα με τον ίδιο, θα μπορούσε να είναι ο επαναπροσδιορισμός και η επαναχρήση φαρμάκων που ήδη χορηγούνται για άλλες νόσους με σκοπό τη βελτίωση των τρόπων αντιμετώπισης της σχιζοφρένειας. Μια άλλη ερευνητική κατεύθυνση θα μπορούσε να είναι ο εντοπισμός των νευρώνων στα οποία δρουν τα συγκεκριμένα γονίδια κατά την περίοδο της ανάπτυξης του ανθρώπου.

«Πιστεύω ότι θα αποκτήσουμε μια καλύτερη κατανόηση του τρόπου που αυτά τα γονίδια προδιαθέτουν για τον κίνδυνο σχιζοφρένειας προγεννητικά και αυτό θα μας παρέχει με πληροφορίες για την ανάπτυξη και τον σχεδιασμό προληπτικών στρατηγικών αντιμετώπισης. Μπορεί να είναι φιλόδοξο σχέδιο, αλλά κατανοώντας τον μηχανισμό, ο σχεδιασμός φαρμάκων θα μπορούσε να είναι περισσότερο στοχευμένος» εξηγεί ο Δρ. Li.

Η σχιζοφρένεια είναι μια χρόνια σοβαρή ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, «επίπεδη» συναισθηματική έκφραση και γνωστικές δυσλειτουργίες.

Τα συμπτώματα συνήθως εκδηλώνονται στην ηλικία των 16-30 ετών. Τα αντιψυχωσικά φάρμακα μπορούν να κατευνάσουν τα συμπτώματα, αλλά δεν υπάρχει ουσιαστική θεραπεία για τη νόσο.

Η γενετική διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση σχιζοφρένειας. Ενώ η νόσος εμφανίζεται στο 1% του πληθυσμού, το ποσοστό κινδύνου αυξάνεται σε 50% για ένα άτομο που ο δίδυμος αδελφός του νοσεί.

Πρόσφατες έρευνες γονιδιακής ανάλυσης έχουν οδηγήσει στον εντοπισμό περισσότερων από 100 διαφορετικών και σταθερών θέσεων σε χρωματοσώματα που σχετίζονται με την σχιζοφρένεια. Οι τόποι αυτοί ενδεχομένως να μην σχετίζονται με τα σημεία που βρίσκονται τα γονίδια υψηλού κινδύνου, αλλά με τη ρύθμιση της δραστηριότητας των γονιδίων από απόσταση.

Για την επίλυση αυτού του προβλήματος ο Δρ. Li και οι έτεροι συγγραφείς Δρ. Rui Chen, και Δρ. Quan Wang, ανέπτυξαν ένα υπολογιστικό μοντέλο που αποκάλεσαν Integrative Risk Genes Selector (Ολοκληρωμένο Επιλογέα Γονιδίων Κινδύνου). Το μοντέλο ανέδειξε τα κορυφαία γονίδια από τους εν λόγω τόπους με βάση σωρευτικά στοιχεία από πολυδιάστατα γονιδιωματικά δεδομένα καθώς και δίκτυα γονιδίων.

Ποια γονίδια έχουν υψηλό ποσοστό μεταλλάξεων; Ποια εκφράζονται προγεννητικά; Πρόκειται για τις ερωτήσεις που ένας γενετικός «ντετέκτιβ» οφείλει να κάνει για να καταλήξει στην λίστα των «υπόπτων», όπως επισημαίνουν οι ερευνητές. Πράγματι το αποτέλεσμα ήταν μια λίστα 104 γονιδίων υψηλού κινδύνου μερικά εκ των οποίων κωδικοποιούν πρωτεΐνες που αποτελούν στόχο άλλων φαρμάκων ήδη εγκεκριμένων για άλλες νόσους. Ένα από αυτά τα γονίδια θεωρείται ότι εμπλέκεται στην εκδήλωση διαταραχών του αυτιστικού φάσματος.

«Η σχιζοφρένεια και ο αυτισμός έχουν κοινό γενετικό υπόβαθρο» εξηγεί ο Δρ. Chen.

Απαιτούνται ακόμη περαιτέρω έρευνες σε αυτό τον πεδίο, αλλά ο Δρ. Chen επισημαίνει ότι το μοντέλο που ανέπτυξαν μπορεί να εξελίξει την έρευνα και να οδηγήσει στον εντοπισμό και άλλων ένοχων γονιδίων για την σχιζοφρένεια, αλλά και να συμβάλλει στον εντοπισμό των γενετικών «ενόχων» σε άλλες νόσους.