Νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο American Journal of Clinical Nutrition δείχνει ότι η σύσταση του μητρικού γάλακτος σε γυναίκες με κανονικό βάρος διαφέρει από εκείνη των υπέρβαρων γυναικών και ότι οι διακυμάνσεις των μεταβολιτών (μικρών μορίων) που υπάρχουν στο μητρικό γάλα συνιστούν πιθανό παράγοντα κινδύνου για την παιδική παχυσαρκία.

Σε συνεργασία με επιστήμονες του Κέντρου Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα και του Πανεπιστημίου της Μινεσότα, οι ερευνητές ανέλυσαν το περιεχόμενο του μητρικού γάλακτος και τους βρεφικούς δείκτες σώματος (λίπος και μυς), τόσο στον ένα μήνα ζωής των βρεφών όσο και στους έξι μήνες σε 35 ζευγάρια μητέρας-βρέφους. Οι μητέρες ταξινομήθηκαν σε δύο κατηγορίες, σύμφωνα με τον δείκτη μάζας σώματος πριν από την εγκυμοσύνη. Στη μία κατηγορία ήταν όσες είχαν δείκτη μικρότερο από 25 (κανονικό βάρος) και στη δεύτερη όσες είχαν μεγαλύτερο από 25 (υπέρβαρες/παχύσαρκες).

«Είναι γνωστό ότι η μητρική παχυσαρκία είναι ένας από τους ισχυρότερους προγνωστικούς παράγοντες της παιδικής παχυσαρκίας, η οποία θεωρείται ότι αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 και πλήθος άλλων επιπλοκών στην υγεία. Στόχος μας είναι να εντοπίσουμε τους πρώιμους παράγοντες κινδύνου που προβλέπουν την παχυσαρκία στα παιδιά. Γνωρίζουμε ότι ένας από αυτούς είναι οι διατροφικές εκθέσεις μετά τη γέννηση του παιδιού», λέει η επικεφαλής συγγραφέας Elvira Isganaitis, παιδοενδοκρινολόγος στο Διαβητολογικό Κέντρο Joslin.

«Πριν από το 2010, δεν γνωρίζαμε πολλά για τη σύνθεση του μητρικού γάλακτος πέρα από τα βασικά μακροθρεπτικά συστατικά του. Γι’αυτό και η έρευνά μας αναζητά περαιτέρω στοιχεία για τη σύνθεση του μητρικού γάλακτος, πέρα από τους απλούς υδατάνθρακες, τις πρωτεΐνες και το λίπος» συμπληρώνει ο βασικός συγγραφέας David Fields, αναπληρωτής καθηγητής στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα και ειδικός στον παιδικό διαβήτη.

Χρησιμοποιώντας την τεχνολογική μέθοδο της μεταβολομικής ανάλυσης (μια τεχνική για μελέτες μεγάλης κλίμακας των μικρών μορίων που εμπλέκονται στο μεταβολισμό), η Δρ. Isganaitis και οι συνεργάτες της ανέλυσαν τη συγκέντρωση 275 μεμονωμένων μικρών μορίων μεταβολιτών στο μητρικό γάλα. Στόχος ήταν να προσδιοριστούν τα μοριακά χαρακτηριστικά του μητρικού γάλακτος σύμφωνα με την κατάσταση του βάρους της μητέρας (φυσιολογικού βάρους έναντι υπέρβαρης/παχύσαρκης) και στη συνέχεια να προσδιοριστεί εάν υπάρχουν διαφορές που προβλέπουν το πλεονάζον βάρος κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του βρέφους.

Στην ηλικία του ενός μήνα, βρέθηκαν δέκα μεταβολίτες που διαφοροποιούν τις υπέρβαρες/παχύσαρκες μητέρες από τις μητέρες φυσιολογικού βάρους. Από αυτούς τους δέκα, οι τέσσερις αναγνωρίστηκαν ως παράγωγα νουκλεοτιδίων και οι τρεις ως σύνθετοι υδατάνθρακες που ονομάζονται ολιγοσακχαρίτες, οι οποίοι μπορεί να μεταβάλλουν το εντερικό μικροβίωμα. Στην ηλικία των έξι μηνών, η ανάλυση αποκάλυψε ότι 20 μεταβολίτες διέφεραν στις μητέρες με υπερβολικό βάρος έναντι αυτών με φυσιολογικό. Επιπλέον, η αδενίνη του γάλακτος στις παχύσαρκες μητέρες συνδέθηκε με μεγαλύτερη αύξηση του βάρους στα βρέφη.

Γεγονός είναι ότι ο αριθμός των διαφορών που βρέθηκαν στη σύνθεση του γάλακτος μεταξύ παχύσαρκων και υγιών μητέρων ήταν μέτριος (10 στον ένα μήνα και 20 στους έξι μήνες, από το σύνολο των 275), ωστόσο, αυτή είναι η πρώτη σε βάθος μελέτη όπου μπορούμε να δούμε ποιες ουσίες του μητρικού γάλακτος αφθονούν στις γυναίκες που είναι υπέρβαρες και ποιες είναι λιγότερες. «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι ένας συγκεκριμένος συνδυασμός παραγόντων – τα παράγωγα νουκλεοτιδίων και οι σύνθετοι υδατάνθρακες – θα μπορούσαν να αποτελέσουν θεραπευτικούς στόχους για τη βελτίωση της ποιότητας του μητρικού γάλακτος και ενδεχομένως να προστατεύσει τα παιδιά από την παχυσαρκία», σημειώνει σχετικά η Δρ. Isganaitis.

Αυτή η έρευνα κάνει ένα ακόμα βήμα ώστε να κατανοήσουμε ότι η κατάσταση και η υγεία του σώματος της μητέρας μπορούν να επηρεάσουν το μητρικό γάλα και αυτό, με τη σειρά του, να επηρεάσει την υγεία του μωρού. Ο Δρ. Fields, ο οποίος ξεκίνησε το κλινικό ερευνητικό πρόγραμμα στο Κέντρο Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα, εξηγεί ότι με τον εντοπισμό και τον χαρακτηρισμό των μορίων που διαφέρουν μεταξύ των κανονικών και των υπέρβαρων μητέρων, οι ερευνητές θέτουν τις βάσεις για παρεμβάσεις στη διατροφή, τη φαρμακευτική αγωγή και την άσκηση, που θα βελτιώσουν την ποιότητα του μητρικού γάλακτος στις υπέρβαρες και παχύσαρκες μητέρες.

Ο θηλασμός ευεργετεί σε μεγάλο βαθμό τόσο για τις μητέρες όσο και για τα παιδιά τους, καταλήγει η Δρ. Isganaitis. «Θα πρέπει να υποστηρίξουμε και να προωθήσουμε τον θηλασμό στις μητέρες. Αυτό που θέλουμε, τελικά, είναι να εντοπίσουμε τις μεταβολικές οδούς που καθιστούν το γάλα ευεργετικό από την άποψη τόσο του βάρους του βρέφους όσο και άλλων συνθηκών της παιδικής υγείας. Η ελπίδα είναι ότι αυτά τα στοιχεία θα μπορέσουν επίσης να φανούν χρήσιμα και για τη δημιουργία μιας πιο προστατευτικής βρεφικής φόρμουλας απέναντι στον μελλοντικό κίνδυνο παιδικής παχυσαρκίας».