Κατά τα τελευταία 25 χρόνια του 20ου αιώνα, εκατοντάδες ήταν οι μελέτες που δημοσιεύθηκαν σχετικά με την ύπαρξη ενός μικρού συνόλου συγκεκριμένων γονιδίων ή γονιδιακών παραλλαγών που, όπως υποστήριζαν οι επιστήμονες, παίζουν σημαντικό ρόλο στην ευπάθεια ορισμένων ανθρώπων στην κατάθλιψη. Τέτοιες εργασίες τροφοδότησαν την ελπίδα τόσο στην επιστημονική κοινότητα, όσο και στο κοινό, ότι αφενός οι κλινικοί γιατροί θα μπορούσαν σύντομα να χρησιμοποιήσουν γενετικές δοκιμές για να εντοπίσουν τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κίνδυνο και αφετέρου οι φαρμακευτικές εταιρείες θα μπορούσαν να αναπτύξουν φάρμακα για να εξουδετερώσουν μερικά από τα γονίδια που ευθύνονται για την κατάθλιψη.

Τη θεωρία αυτή έρχεται να ανατρέψει μια νέα μελέτη του Πανεπιστημίου του Κολοράντο Boulder που δημοσιεύτηκε στο American Journal of Psychiatry. Σύμφωνα με τα ευρήματα που προέκυψαν έπειτα από αξιολόγηση γενετικών και ερευνητικών δεδομένων 620.000 ατόμων, αποδείχθηκε ότι τα 18 περισσότερο μελετημένα ως υποψήφια για την κατάθλιψη γονίδια, στην πραγματικότητα δεν συνδέονται περισσότερο με αυτήν από άλλα, τυχαία επιλεγμένα γονίδια.

Πιο αναλυτικά, κατά τη διάρκεια της μελέτης οι ερευνητές εξέτασαν 18 γονίδια που εμφανίστηκαν τουλάχιστον 10 φορές σε μελέτες επικεντρωμένες στην κατάθλιψη. Χρησιμοποιώντας αρχειακά δεδομένα γενετικής και έρευνας που συλλέχθηκαν από άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι επιστήμονες αποπειράθηκαν να δείξουν αν κάποιο από αυτά τα γονίδια ή τις γονιδιακές παραλλαγές σχετίζονταν με την κατάθλιψη είτε από μόνα τους είτε όταν συνδυάστηκαν με κάποιον περιβαλλοντικό παράγοντα, όπως ένα παιδικό τραύμα ή η κοινωνικοοικονομική ποικιλομορφία.

«Βρήκαμε ότι, ως σύνολο, αυτά τα υποψήφια γονίδια δεν σχετίζονται περισσότερο με την κατάθλιψη από οποιοδήποτε άλλο τυχαίο γονίδιο. Αυτή η μελέτη επιβεβαιώνει ότι οι προσπάθειες να βρεθεί ένα μόνο γονίδιο ή ένα σύνολο γονιδίων που καθορίζουν την κατάθλιψη είναι καταδικασμένες να αποτύχουν», δήλωσε ο επικεφαλής συγγραφέας και ερευνητής στο Ινστιτούτο Συμπεριφορικής Γενετικής, Richard Border, με τον Matthew Keller βασικό συγγραφέα και αναπληρωτή καθηγητή Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης να προσθέτει:

«Δεν υποστηρίζουμε ότι η κατάθλιψη δεν είναι σε καμία περίπτωση κληρονομική. Αυτό που λέμε είναι ότι πρόκειται για νόσο πολυπαραγοντική, όπου κάθε παράγοντας έχει μια μικρή επίδραση στο συνολικό αποτέλεσμα».

Η μελέτη είναι η μεγαλύτερη και πιο ολοκληρωμένη έρευνα έως σήμερα για τα υποψήφια γονίδια της κατάθλιψης, επομένως, σύμφωνα με τους συντάκτες, οι προηγούμενες μελέτες ήταν λανθασμένες και η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει πλέον να εγκαταλείψει τη θεωρία περί «υποψήφιων γονιδίων».

Ο Δρ. Border και Keller τονίζουν, πάντως, ότι τα συμπεράσματά τους δεν σημαίνουν ότι η έρευνα για τα γενετικά χαρακτηριστικά της κατάθλιψης πρέπει να σταματήσει. Αντίθετα, λένε, πρέπει να αναγνωριστεί ότι η γενετική αρχιτεκτονική της κατάθλιψης είναι πιο περίπλοκη από ό, τι κάποτε θεωρούταν.

Με την κατανόηση των χιλιάδων γονιδίων που σχετίζονται με την ασθένεια και της λειτουργίας αυτών, οι ερευνητές μπορούν τελικά να καταλήξουν σε ακριβέστερες πολυπαραγοντικές βαθμολογίες για να προβλέψουν τον κίνδυνο και ενδεχομένως να αναπτύξουν φάρμακα σχεδιασμένα για να εξουδετερώσουν τον κίνδυνο της κατάθλιψης.