Διεθνής μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Anaesthesia καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όταν ένα άτομο έχει διαγνωστεί με νόσο COVID-19 θα πρέπει να αναβάλλει οποιαδήποτε χειρουργική επέμβαση για έως και επτά εβδομάδες αργότερα. Κι αυτό διότι δεδομένα από πραγματικά περιστατικά δείχνουν ότι οι χειρουργικές επεμβάσεις που έγιναν εντός των πρώτων έξι εβδομάδων από τη διάγνωση της λοίμωξης που προκαλεί ο SARS-CoV-2, συσχετίστηκαν με αυξημένη θνησιμότητα.

Η μελέτη, με επικεφαλής τους Δρ. Dmitri Nepogodiev και Δρ. Aneel Bhangu από το Πανεπιστήμιο του Μπέρμινγκχαμ στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέλυσαν στοιχεία που είχαν συλλέξει συνολικά 15.000 χειρουργοί από 116 χώρες και τα οποία αφορούσαν 140.231 ασθενείς που υποβλήθηκαν σε επέμβαση τον Οκτώβριο του 2020.

Αν και είναι γνωστό ότι η ενεργή λοίμωξη COVID-19 κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης αυξάνει τη θνησιμότητα και σύμφωνα με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες οι χειρουργικές επεμβάσεις θα πρέπει να αναβάλλονται σε όσους έχουν θετικό τεστ COVID-19, δεν υπάρχει προς το παρόν σαφές χρονικό πλαίσιο για το πόσο καιρό μετά είναι ασφαλές να γίνει το χειρουργείο.

Στη νέα αυτή μελέτη, που είναι η μεγαλύτερη συνεργατική έρευνα που έχει γίνει μέχρι σήμερα, έλαβαν μέρος όλοι οι ασθενείς που έπρεπε να υποβληθούν σε κάποια χειρουργική διαδικασία. Εκείνοι που μολύνθηκαν από τον κορωνοϊό αμέσως μετά το χειρουργείο εξαιρέθηκαν από την ανάλυση.

Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η μετεγχειρητική θνησιμότητα 30 ημέρες το χειρουργείο. Μέσω ενός στατιστικού μοντέλου αναλύθηκαν στοιχεία όπως η κατάσταση του ασθενή, η νόσος, χειρουργικές μεταβλητές και τα ποσοστά της μετεγχειρητικής θνητότητας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους από τη διάγνωση του κορωνοϊού έως και το χειρουργείο.

Ο χρόνος που μεσολάβησε από τη διάγνωση της νόσου COVID-19 έως το χειρουργείο ήταν 0-2 εβδομάδες σε 1.144 ασθενείς (0,8%), 3-4 εβδομάδες σε 461 άτομα (0,3%), 5-6 εβδομάδες για 327 ασθενείς (0,2%), 7 εβδομάδες ή και περισσότερο για 1.205 ασθενείς (0,9%) και 137.590 (97,8%) ασθενείς δεν είχαν λοίμωξη COVID-19. Η θνησιμότητα 30 ημέρες μετά το χειρουργείο στα άτομα χωρίς λοίμωξη COVID-19 ήταν 1,5%. Στην πρώτη ομάδα ήταν 4,%, στη δεύτερη επίσης 4%, στην τρίτη 3,6% και στην τέταρτη 1,5%.

Τα ποσοστά αυτά ίσχυαν ακόμα και όταν συνεκτιμήθηκαν μεταβλητές όπως η ηλικία των ασθενών, η φυσική τους κατάσταση, το πόσο επείγον ήταν το χειρουργείο και αν η επέμβαση ήταν μείζονος ή ελάσσονος σημασίας.

Η αναβολή της χειρουργικής επέμβασης κατά επτά εβδομάδες ή και περισσότερο σε ασθενείς με συμπτώματα της νόσου COVID-19 σχετίστηκε με υψηλότερη θνησιμότητα από ότι στους ασθενείς των οποίων τα συμπτώματα είχαν υποχωρήσει ή ήταν ασυμπτωματικοί.

«Διαπιστώσαμε ότι οι ασθενείς που χειρουργούνται τις πρώτες έξι εβδομάδες από τη διάγνωση της COVID-19 διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μετεγχειρητικού θανάτου, όπως επίσης κι εκείνοι που έχουν συμπτώματα κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Προτείνουμε λοιπόν όταν είναι αυτό εφικτό το χειρουργείο να αναβάλλεται για τουλάχιστον 7 εβδομάδες όταν έχει προηγηθεί ένα θετικό τεστ κορωνοϊού ή μέχρι να υποχωρήσουν τα συμπτώματα», εξηγεί ο Δρ. Dmitri Nepogodiev.

Διαβάστε επίσης: 

Κορωνοϊός – Εμβόλια: Ποιοί καλύπτονται με μια μόνο δόση εμβολίου

Κορωνοϊός: Τέσσερα δερματικά συμπτώματα που πρέπει να μας ανησυχήσουν

Εμβόλιο κορωνοϊού: Το ανησυχητικό σύμπτωμα που μπερδεύει τους ασθενείς