Εδώ και δεκαετίες, διατυπώνονται χιλιάδες θεωρίες σχετικά με τον τρόπο που το αλάτι επηρεάζει το ανθρώπινο σώμα. Νεότερες έρευνες, ωστόσο, υποδεικνύουν ότι οι μηχανισμοί που σχετίζονται με το αλάτι και την καρδιαγγειακή υγεία μπορεί να είναι πιο περίπλοκοι από ό, τι αρχικά θεωρούσαν οι επιστήμονες. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι υπάρχουν ακόμα σημαντικά περιθώρια βελτιστοποίησης των υφιστάμενων πολιτικών για την πρόληψη και τη θεραπεία κοινών διαταραχών που σχετίζονται με το αλάτι, όπως η υπέρταση.

Πιο αναλυτικά, οι επιστήμονες τα τελευταία χρόνια διατείνονται ότι η μείωση του αλατιού μπορεί να μειώσει σημαντικά τις επιβλαβείς επιδράσεις των ορμονών που συνδέονται με την υψηλή πρόσληψη αλατιού, επηρεάζοντας τόσο την αρτηριακή πίεση, όσο και τη δομή της καρδιάς και τα αιμοφόρα αγγεία.

Για πολλά χρόνια, αντικρουόμενα μεταξύ τους στοιχεία συνέδεαν σε μεγάλο βαθμό την υψηλή πρόσληψη αλατιού με την αυξημένη αρτηριακή πίεση και τα καρδιαγγειακά συμβάματα, όπως οι καρδιακές προσβολές.

Όλο και περισσότερες έρευνες σχετικά με το ζήτημα άρχισαν να εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τους φυσιολογικούς μηχανισμούς που παίζουν ρόλο στη σύνδεση μεταξύ της πρόσληψης αλατιού και της αυξημένης αρτηριακής πίεσης.

Μια κοινή αντίληψη – η οποία κυριαρχεί στα ιατρικά βιβλία εδώ και δεκαετίες – είναι ότι η υψηλή πρόσληψη αλατιού έχει ως αποτέλεσμα τη δίψα, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται υψηλότερη πρόσληψη νερού και άρα αυξημένο όγκο αίματος. Η υπερβολική ποσότητα αίματος που κυκλοφορεί στον οργανισμό τη δεδομένη στιγμή αυξάνει την αρτηριακή πίεση, με το νερό και το αλάτι να απεκκρίνονται τελικά από τα νεφρά, ενώ η αρτηριακή πίεση διατηρείται υψηλή.

Πρόσφατα ωστόσο, ο Γερμανός ερευνητής, Jens Titze, διαπίστωσε ότι το αλάτι αποθηκεύεται και στο δέρμα, ενώ άλλοι ερευνητές έδειξαν, επίσης, ότι η υψηλή πρόσληψη αλατιού συνοδεύεται από ελάχιστη απώλεια νερού. Αυτά τα ευρήματα αντιμετωπίστηκαν με σκεπτικισμό από την παγκόσμια κοινότητα επιστημών υγείας, υπογραμμίζουν, όμως, το γεγονός ότι απαιτείται πολύ καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών της πίεσης του αίματος.

Η ορμόνη που «κάνει τη ζημιά»
Από την άλλη, οι Αμερικανοί ερευνητές Alexei Bagrov και Olga Fedorova, εντόπισαν πρόσφατα έναν άλλο παράγοντα που παίζει ρόλο στο πώς το αλάτι επηρεάζει την καρδιαγγειακή υγεία. Πρόκειται για μια στεροειδή ορμόνη που έχει παρόμοιες ιδιότητες με τις δραστικές ουσίες που απαντώνται στο δηλητήριο ενός είδους βατράχου, που λέγεται Bufo marinus. Η λειτουργία της ορμόνης είναι να διαχειρίζεται την ισορροπία του αλατιού, με αποτέλεσμα να παράγεται από τον οργανισμό ως απάντηση στην υψηλή πρόσληψη αλατιού.

Ωστόσο, τα πολύ υψηλά επίπεδα αυτής της στεροειδούς ορμόνης, ως απάντηση του οργανισμού στην υπερβολική πρόσληψη αλατιού, είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της αρτηριακής πίεσης, επηρέασαν τη δομή της καρδιάς και μείωσαν την ελαστικότητα των τοιχωμάτων των αιμοφόρων αγγείων στα ζώα στα οποία έγιναν οι αρχικές δοκιμές.

Οι επιστήμονες ξεκίνησαν πρόσφατα να εξετάζουν τη συνθήκη αυτή για πρώτη φορά σε υγιείς νέους ανθρώπους, επιβεβαιώνοντας μια ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της αυξημένης πρόσληψης αλατιού και της αύξησης της στεροειδούς ορμόνης.

Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι η υψηλή πρόσληψη αλατιού συνδέεται με τη δυσκαμψία της αορτής, ακόμη και σε πολύ νέους ανθρώπους. Στη συνέχεια, εξετάστηκε εάν αυτό οφειλόταν στην στεροειδή ορμόνη ή στο ίδιο το αλάτι, με τους επιστήμονες να ισχυρίζονται ότι ο ένοχος ήταν η στεροειδής ορμόνη.

Τελικά, αποδείχθηκε ότι η στεροειδής ορμόνη σχετίζεται όχι μόνο με τη δυσκαμψία της αορτής, αλλά και με την αυξημένη αρτηριακή πίεση και τη μάζα αριστερής κοιλίας σε νεαρούς υγιείς ενήλικες που κατανάλωναν 11,8 γραμμάρια αλατιού την ημέρα (περισσότερο από δύο κουταλάκια του γλυκού). Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, πάντως, συνιστά μια πρόσληψη λιγότερων από 5 γραμμαρίων αλατιού την ημέρα (ένα κουταλάκι του γλυκού).