Η πολλαπλή σκλήρυνση δεν επιδεινώνεται μετά από μια εγκυμοσύνη, υποστηρίζουν Αμερικανοί δίνοντας ελπίδα σε χιλιάδες πάσχουσες από τη νευροεκφυλιστική νόσο που προβληματίζονται για το αν θα πρέπει να τεκνοποιήσουν ή όχι.

Η πολλαπλή σκλήρυνση πλήττει άτομα παραγωγικής ηλικίας (20-40 ετών), κυρίως γυναίκες. Σήμερα οι πάσχοντες σε όλο τον πλανήτη υπολογίζονται σε περίπου 2,3 εκατομμύρια, και περίπου σε 13.000 στην Ελλάδα. Περίπου το 85% των ασθενών με πολλαπλή σκλήρυνση διαγιγνώσκεται με υποτροπιάζουσα-διαλείπουσα πολλαπλή σκλήρυνση, η οποία χαρακτηρίζεται από εξάρσεις και υφέσεις της συμπτωματολογίας.

Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ προέρχονται από μελέτη του συστήματος Υγείας Kaiser Permanente της Νότιας Καλιφόρνια και αναπτερώνουν το ηθικό των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας αφού δείχνουν ότι μπορούν οι πάσχουσες να κάνουν παιδιά, να θηλάσουν και να επανέλθουν στο θεραπευτικό σχήμα τους χωρίς να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υποτροπής κατά την περίοδο της λοχείας.

Η Δρ. Annette Langer-Gould και οι συνεργάτες της εξηγούν ότι ο αυξημένος κίνδυνος υποτροπής μετά από κύηση είχε καθοριστεί βάσει δεδομένων που ίσχυαν 20 χρόνια πριν. Δηλαδή πριν υπάρξουν οι σημερινές τροποποιητικές θεραπείες και πριν οι μαγνητικές τομογραφίες τεθούν στη διάθεση των γιατρών για την διάγνωση της πολλαπλής σκλήρυνσης από τα πρωταρχικά της στάδια.

Στο πλαίσιο της μελέτης οι επιστήμονες επανεξέτασαν όλες τις διαθέσιμες σχετικές πληροφορίες που περιλαμβάνονταν σε βάσεις δεδομένων του Kaiser Permanente για τη Νότια και Βόρεια Καλιφόρνια και εντόπισαν 466 κυήσεις σε 375 γυναίκες με πολλαπλή σκλήρυνση, την περίοδο 2008-2016. Μελέτησαν τους ιατρικούς τους φακέλους και ρώτησαν και τις ίδιες για την θεραπεία που ακολουθούσαν, αν είχαν θηλάσει τα παιδιά και αν είχαν παρουσιάσει υποτροπές.

Μεταξύ των 375 γυναικών, το 385 δεν έκανε θεραπεία για την πολλαπλή σκλήρυνση το έτος πριν την κύηση. Στην αρχή της εγκυμοσύνης, συνολικά το 15% είχε κλινικά απομονωμένο σύνδρομο, δηλαδή το πρώτο επεισόδιο συμπτωμάτων της νόσου. Το 8% υποτροπίασε κατά τη διάρκεια της κυοφορίας.

Το 12μηνο μετά τον τοκετό, το 26% των γυναικών είχαν υποτροπιάσει, το 87% είχαν θηλάσει το βρέφος, το 35% είχε θηλάσει αποκλειστικά και το 41% είχε αρχίσει να λαμβάνει και πάρει τροποποιητικά της νόσου φάρμακα.

Το ετήσιο ποσοστό υποτροπής ήταν 0,39 πριν την εγκυμοσύνη, κατά τη διάρκεια της έπεσε στο 0,07-0,14 και η δραστηριότητα της νόσου τελικά δεν αυξήθηκε μετά τον τοκετό, με το ποσοστό στον πρώτο τρίμηνο μετά τη γέννα να είναι στο 0,27, ελαφρώς χαμηλότερο από αυτό προ κύησης. Τέσσερις με έξι μήνες μετά τον τοκετό, το ποσοστό είχε πια επανέλθει σε αυτό προ κύησης, δηλαδή στο 0,37.

Τα αποτελέσματα ήταν όμοια ακόμα και όταν οι ερευνητές συνεκτίμησαν άλλους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην υποτροπή, όπως η σοβαρότητα της νόσου πριν την εγκυμοσύνη.

Οι γυναίκες που είχαν κάνει αποκλειστικό θηλασμό, δηλαδή το βρέφος είχε τραφεί μόνο με μητρικό γάλα τουλάχιστον το πρώτο δίμηνο της ζωής τους, είχαν περίπου 40% λιγότερες πιθανότητες να έχουν μια υποτροπή της νόσου, συγκριτικά με εκείνες που δεν θήλασαν τα παιδιά τους. Οι γυναίκες που παράλληλα με το μητρικό γάλα έδιναν και ξένο γάλα στο βρέφος το πρώτο δίμηνο είχαν όμοιες πιθανότητες να υποτροπιάσουν συγκριτικά με εκείνες που δεν είχαν θηλάσει καθόλου. Από εκείνες που είχαν θηλάσει αποκλειστικά, οι 46 από τις 167 είχαν ξαναρχίσει την φαρμακευτική τους αγωγή με τροποποιητικούς παράγοντες ενώ θήλαζαν το παιδί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι β-ιντερφερόνες και η οξική γλατιραμέρη, ήταν τα φάρμακα που είχαν κυρίως λάβει οι γυναίκες που έλαβαν μέρος στη μελέτη.

Σύμφωνα με την Δρ. Langer-Gould τα χαμηλότερα ποσοστά υποτροπής μετά τον τοκετό μπορεί να αποδοθούν στο γεγονός ότι οι γυναίκες που συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη είχαν διαγνωστεί με ένα μόνο επεισόδιο πολλαπλής σκλήρυνσης και επίσης στο υψηλό ποσοστό αποκλειστικού θηλασμού.

Ένας περιορισμός της μελέτης είναι ότι απ’ όλες οι συμμετέχουσες ελάχιστες είχαν πάρει ναταλιζουμάμπη, ή φινγκολιμόδη πριν την κύηση. Όσες είχαν πάρει τα συγκεκριμένα φάρμακα έτειναν να είναι σε σοβαρότερο στάδιο της νόσου και οι επιστήμονες δεν εξέτασαν τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες από τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής ώστε να μείνουν έγκυες ή τα οφέλη του θηλασμού σε αυτές.