Επιστημονική ομάδα του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Λέιντεν συνεργάστηκε με εδικούς του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Ντελφ και ανακάλυψαν έναν τρόπο καρδιακής ανάταξης, άμεσα και αυτόματα, χάρη σε μια εμφυτεύσιμη συσκευή LED.

Σε σχετικό άρθρο που δημοσιεύεται στο Science Translational Medicine, οι επιστήμονες περιγράφουν πως ένας βιο-ηλεκτρονικός απινιδωτής που αποδεικνύεται λειτουργικός σε εργαστηριακές συνθήκες μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα για μια ανώδυνη θεραπεία των ατόμων που πάσχουν από κολπική μαρμαρυγή.

Το σύστημα που δημιούργησαν ανιχνεύει πολύ γρήγορα τις αρρυθμίες στους κόλπους της καρδιάς αρουραίων και στέλνει σήμα σε μια συσκευή LED που είναι εμφυτευμένη κοντά στον καρδιακό μυ. «Το φως της συσκευής που αναβοσβήνει κάνει την καρδιά να παράγει μόνη της ηλεκτρικό ρεύμα ώστε να περιοριστεί η αρρυθμία. Αυτό καθίσταται εφικτό με την εφαρμογή γονιδιακής θεραπείας που εστιάζει στοχευμένα σε φωτο-ευαίσθητες πρωτεΐνες της καρδιάς. Αυτό αποκαθιστά τον φυσιολογικό καρδιακό ρυθμό άμεσα και αυτόματα», εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής  Daniël Pijnappels από το Τμήμα Καρδιολογίας του ολλανδικού νοσοκομείου.

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι αυτή η μικροσυσκευή μπορεί στο μέλλον να επιφέρει σημαντική βελτίωση στον τρόπο που αντιμετωπίζεται σήμερα η κολπική μαρμαρυγή.

Η κολπική μαρμαρυγή είναι η συχνότερη μορφή καρδιακής αρρυθμίας και αντιμετωπίζεται με καρδιακή ανάταξη, δηλαδή ηλεκτροσόκ στην καρδιά, που γίνεται σε νοσοκομειακό περιβάλλον υπό γενική αναισθησία λόγω του πόνου που συνοδεύει τη διαδικασία. Για πολλές περιπτώσεις πασχόντων από κολπική μαρμαρυγή, η καρδιακή ανάταξη είναι ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης της καρδιακής αρρυθμίας.

Πηγή βίντεο: Leiden University Medical Center

«Ο βιοηλεκτρικός απινιδωτής μπορεί να σταματήσει την κολπική μαρμαρυγή χωρίς ηλεκτροσόκ. Με αυτό τον τρόπο η καρδιά ανατάσσεται με ένα πλήρως αυτοματοποιημένο τρόπο, ανά πάσα στιγμή. Θέλουμε να ελπίζουμε ότι ο νέος αυτός τρόπος αντιμετώπισης της καρδιακής αρρυθμίας θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής των ασθενών και την πρόγνωσή τους», λέει ο Δρ. Pijnappels.

Σε κάθε περίπτωση η έρευνα είναι ακόμα σε εξέλιξη ώστε να διασφαλιστεί το βέλτιστο θεραπευτικό αποτέλεσμα για τους κατάλληλους ασθενείς.