Οι περισσότεροι μεσήλικες και ηλικιωμένοι ανακτούν την ικανότητά τους να ζήσουν ανεξάρτητοι μέσα σε ένα χρόνο μετά από τη χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης μετά από κάταγμα ισχίου, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of Orthopedic Trauma.

Η έρευνα, με επικεφαλής τον Emil H. Schemitsch του Πανεπιστημίου του Δυτικού Οντάριο, περιελάμβανε περισσότερους από 600 ασθενείς ηλικίας 50 ετών και άνω που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση για έναν κοινό τύπο καταγμάτων ισχίου – το κάταγμα του μηριαίου οστού – οι οποίοι ζούσαν ή/και περπατούσαν χωρίς κάποιο στήριγμα προτού σπάσουν το ισχίο τους. Τα δεδομένα των ασθενών συγκεντρώθηκαν από την τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη δοκιμή FAITH (Fixation using Alternative Implants for the Treatment of Hip fractures) που ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Για να συμπεριληφθούν στην ανάλυση, οι ασθενείς χρειάστηκε να παράσχουν επιπλέον στοιχεία, σχετικά για το εάν επέστρεψαν στην κανονική τους ζωή ένα χρόνο μετά την επέμβαση. Οι στόχοι της μελέτης ήταν να περιγραφούν ποσοτικά οι αλλαγές στην κατάσταση διαβίωσης και τη χρήση βοηθημάτων για το περπάτημα για διάστημα ενός έτους μετά το κάταγμα του ισχίου των ασθενών και να προσδιοριστούν οι προγνωστικοί παράγοντες που προβλέπουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιστροφής στην ανεξάρτητη διαβίωση και κινητικότητα.

Όπως φάνηκε, ένα χρόνο μετά το κάταγμα του ισχίου, μόνο το 3% των ασθενών ηλικίας 50-80 ετών ζούσαν κατά την περίοδο της χειρουργικής επέμβασης σε κάποιο ίδρυμα, ποσοστό σημαντικά μικρότερο σε σχέση με το 20% των ασθενών ηλικίας άνω των 80 ετών. Ανάμεσα σε εκείνους που περπατούσαν ανεξάρτητα πριν από το κάταγμα του ισχίου, το ποσοστό των ασθενών ηλικίας 50-80 ετών που χρειάστηκε κάποιο είδος βοήθειας για το περπάτημα έφτανε το 34%, ενώ για όσους βρίσκονταν πάνω από την ηλικία των 80 ετών το ποσοστό αυξανόταν στο 69%.

Η ηλικία μεταξύ 50 και 80 ετών αναδείχθηκε σε ισχυρό προγνωστικό παράγοντα για την επιστροφή στην ανεξάρτητη διαβίωση και το ανεξάρτητο περπάτημα (χωρίς βοήθημα) ένα χρόνο μετά τη χειρουργική επέμβαση κατάγματος του ισχίου. Επίσης οι ασθενείς με καλή φυσική κατάσταση πριν από τη χειρουργική επέμβαση και οι μη καπνιστές είχαν σημαντικές πιθανότητες επιστροφής στην κανονικότητά τους, όπως επίσης και όσοι δεν χρησιμοποιούσαν κάποιο βοήθημα για το περπάτημα πριν από το κάταγμα του ισχίου τους καθώς και όσοι είχαν ήδη κάποιο εμφύτευμα στο ισχίο. Οι προγνωστικοί παράγοντες για το ανεξάρτητο περπάτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση περιελάμβαναν την ανεξάρτητη διαβίωση πριν το κάταγμα, την ύπαρξη μη μετατοπισμένου κατάγματος και την απουσία ανάγκης για επαναληπτικό χειρουργείο.

Τα στοιχεία, οι παράγοντες και τα συμπεράσματα
Τα κατάγματα του ισχίου είναι ένας κοινός τύπος «κατάγματος ευθραυστότητας», που επηρεάζει περίπου 1,6 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως κάθε χρόνο. Για πολλούς ηλικιωμένους, το κάταγμα του ισχίου οδηγεί σε μειωμένη κινητικότητα, μειωμένη ικανότητα πραγματοποίησης διάφορων δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής και βαθμιαία απώλεια της ανεξαρτησίας.

Η μελέτη βοηθά τις ομάδες ορθοπεδικής φροντίδας να κατανοήσουν καλύτερα τους παράγοντες που επηρεάζουν τις πιθανότητες ανάκτησης της ανεξαρτησίας και της κινητικότητας μετά από χειρουργική επέμβαση για κάταγμα του μηριαίου οστού. Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι περισσότεροι ασθενείς ηλικίας από 50-80 ετών θα μπορούν να ζουν και να περπατούν ανεξάρτητα σε διάστημα ενός χρόνου μετά την επέμβαση για το κάταγμα του ισχίου. Οι ασθενείς άνω των 80 ετών έχουν επίσης πιθανότητα να επιστρέψουν στο επίπεδο ζωής που είχαν και πριν, αν και είναι πιθανό να χρειαστούν κάποιο είδος βοήθειας για το περπάτημα.

Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι, εκτός από την ηλικία, η φυσική κατάσταση που είχαν οι ασθενείς τα προηγούμενα χρόνια, το κάπνισμα, ορισμένα χαρακτηριστικά του κατάγματος και τα ενδεχόμενα επαναληπτικά χειρουργεία στο ισχίο επηρεάζουν εξίσου τις πιθανότητες ανάκτησης της ανεξαρτησίας.

Ο Δρ. Schemitsch και οι συνάδελφοί του καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ταυτοποίηση των παραγόντων που σχετίζονται με τη ζωή και το περπάτημα χωρίς κάποιο βοήθημα μετά από κάταγμα του ισχίου, μπορεί να βοηθήσει την ορθοπεδική κοινότητα να προσδιορίσει καλύτερα ποιοι ασθενείς διατρέχουν κίνδυνο απώλειας της ανεξαρτησίας και της κινητικότητας μετά από κάταγμα ισχίου και να βελτιστοποιήσουν τη φροντίδα των ασθενών που έχουν υποστεί τέτοιου είδους τραυματισμό.