«Με το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας γίνεται ένα ακόμα βήμα μεγάλης υπονόμευσης της ήδη απαξιωμένης, με υπογραφή Μητσοτάκη, δημόσιας παιδιατρικής περίθαλψης, και μάλιστα στον ευαίσθητο τομέα του παιδικού καρκίνου.

Η «εργαλειοποίηση» της δωρεάς ενός κοινωφελούς Ιδρύματος όπως το «ΕΛΠΙΔΑ» και η «μετάλλαξη» του δημόσιου χαρακτήρα της Ογκολογικής Μονάδας του νοσοκομείου Παίδων «Αγία Σοφία» (αλλαγή νομικού καθεστώτος από ΝΠΔΔ σε ΝΠΙΔ), εντάσσεται στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της εκχώρησης σε ιδιώτες των «φιλέτων» του ΕΣΥ και της ακύρωσης στη πράξη της καθολικής, ισότιμης και δωρεάν φροντίδας υγείας.

Με το ν/σ αυτό, ένα τμήμα υψηλών προδιαγραφών που εδώ και χρόνια, χάρη στην ανεκτίμητη προσφορά του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού του, έχει γίνει κέντρο αναφοράς για την παιδιατρική ογκολογική φροντίδα διεθνώς, παύει να αποτελεί οργανικό στοιχείο του ΕΣΥ και εξαιρείται ρητά από το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει για όλα τα υπόλοιπα νοσοκομεία (οργανόγραμμα, διοικητικό συμβούλιο με εκπροσώπηση γιατρών και εργαζομένων, διαδικασία προσλήψεων, προμήθειες, πειθαρχικές διαδικασίες κλπ).

Οι εργαζόμενοι του νοσοκομείου και οι γονείς των μικρών ασθενών καταλαβαίνουν πολύ καλά ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτή τη διοικητική αλλαγή και ότι γίνεται αποκλειστικά και μόνο λόγω κυβερνητικών ιδεοληψιών και εξαρτήσεων από ιδιωτικά συμφέροντα. Είναι γνωστό ότι η συγκεκριμένη Ογκολογική Μονάδα δεν είχε μέχρι σήμερα ανάγκη καμιά «ευελιξία» για να παρέχει με ισότιμο και δωρεάν τρόπο τις πολύτιμες υπηρεσίες της στα παιδιά με νεοπλασματικά νοσήματα.

Και αποτελεί πρόκληση να θεσμοθετείται η «οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια» ενός Ογκολογικού Κέντρου, το οποίο θα συνεχίσει να επιχορηγείται κανονικά από τον κρατικό προϋπολογισμό και το προσωπικού του θα πληρώνεται από το Υπουργείο Υγείας!

Στο ν/σ όμως υπάρχει και ένα άλλο σημαντικό κεφάλαιο που είναι οι μεταμοσχεύσεις και η ανάγκη εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης του σημερινού θεσμικού πλαισίου, το οποίο έχει αποδειχθεί αναποτελεσματικό για να καλύψει τις ανάγκες της χώρας.

Σε ένα τομέα όπως των μεταμοσχεύσεων με διαπιστωμένο έλλειμμα εθνικής στρατηγικής, η κυβέρνηση, ενώ υιοθετεί τη βασική κατεύθυνση του «Εθνικού Σχεδίου για τη Δωρεά και Μεταμόσχευση Συμπαγών Οργάνων» που εκπονήθηκε από το LSE με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Ωνάση και διασφάλισε μια ευρύτατη κοινωνική και πολιτική αποδοχή, επιλέγει να μην συμπεριλάβει στο υπό συζήτηση ν/σ σημαντικές αλλαγές που εμπεριέχονται στο «Εθνικό Σχέδιο».

Ούτε ενισχυμένη χρηματοδότηση και στελέχωση με εξειδικευμένο προσωπικό του ΕΟΜ προβλέπεται, ούτε μέριμνα για αύξηση μοσχευμάτων από πτωματικούς δότες, ούτε γενναία λειτουργική υποστήριξη των ΜΕΘ και κίνητρα για το προσωπικό που εμπλέκεται στην προετοιμασία της μεταμόσχευσης, ούτε επάρκεια συντονιστών μεταμοσχεύσεων σε όλη τη χώρα, ούτε σχέδιο στοχευμένης πρόληψης και περιορισμού της ζήτησης μοσχευμάτων ( η Ελλάδα είναι η 1η χώρα στην Ευρώπη σε νέες περιπτώσεις χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας/εκατομμύριο πληθυσμού), ούτε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης των πολιτών στο σύστημα των μεταμοσχεύσεων.

Οι ρυθμίσεις του ν/σ λοιπόν, παρά τα επιμέρους θετικά στοιχεία, είναι κατώτερες των αναγκών και δεν διασφαλίζεται το επιβεβλημένο restart στον πολύ κρίσιμο για τη Δημόσια Υγεία τομέα των μεταμοσχεύσεων. Η αποδιοργάνωση του ΕΣΥ αυτή την περίοδο, η δραματική υποστελέχωση των νοσοκομείων και η αδυναμία των ΜΕΘ να υποστηρίξουν αυτή την ζωτικής σημασίας λειτουργία, ενισχύουν τη δυσπιστία των ενδιαφερομένων (Σύλλογοι Νεφροπαθών, Σύλλογοι Μεταμοσχευθέντων κλπ) για τη δυνατότητα ουσιαστικής βελτίωσης της κατάστασης.

Η δρομολογημένη – επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – κατασκευή του Εθνικού Μεταμοσχευτικού Κέντρου από το Ίδρυμα Ωνάση και η ύπαρξη για πρώτη φορά Εθνικού Σχεδίου για τις Μεταμοσχεύσεις, αποτελούν δύο σημαντικές προϋποθέσεις μιας ολοκληρωμένης εθνικής μεταμοσχευτικής πολιτικής, που όμως συνολικά δεν προκύπτει λόγω της απροθυμίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη για γενναία επένδυση στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας. Με αυτά τα δεδομένα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να αποδειχθεί το υπό συζήτηση ν/σ άλλη μια χαμένη ευκαιρία για την αναβάθμιση του συστήματος μεταμοσχεύσεων στη χώρα μας».