Οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα πανδημία, σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Nature. Μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, η υπερθέρμανση του πλανήτη θα μετατοπίσει τους βιότοπους της άγριας ζωής και θα μπορούσε να οδηγήσει σε πάνω από 15.000 νέες περιπτώσεις θηλαστικών που μεταδίδουν ιούς σε άλλα είδη.

Η πανδημία του COVID-19 πιθανότατα ξεκίνησε όταν ένας νέος κορωνοϊός μεταδόθηκε από άγριο ζώο στον άνθρωπο, λένε πολλοί ερευνητές. Μια προβλεπόμενη αύξηση των ιών που μεταπηδούν μεταξύ των ειδών θα μπορούσε να προκαλέσει περισσότερες εστίες, θέτοντας σοβαρή απειλή για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων, προειδοποιεί η μελέτη – παρέχοντας ακόμη περισσότερο λόγο για τις κυβερνήσεις και τους οργανισμούς υγείας να επενδύσουν στην επιτήρηση παθογόνων και να βελτιώσουν τις υποδομές υγειονομικής περίθαλψης.

Η έρευνα προβλέπει ότι μεγάλο μέρος της μετάδοσης του νέου ιού θα συμβεί όταν τα είδη καταλήξουν μαζί σε ψυχρότερες περιοχές καθώς οι θερμοκρασίες αυξάνονται. Και προβλέπει ότι αυτό θα συμβεί σε πλούσια σε είδη οικοσυστήματα σε υψηλά υψόμετρα, ιδιαίτερα σε περιοχές της Αφρικής και της Ασίας που είναι πυκνοκατοικημένες από ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων του Σαχέλ, της Ινδίας και της Ινδονησίας.

«Ο αριθμός συναντήσεων διαφορετικών ειδών για πρώτη φορά, θα διπλασιαστεί μέχρι το 2070, δημιουργώντας εστίες μετάδοσης του ιού», αναφέρει η μελέτη.

«Αυτή η εργασία μας παρέχει περισσότερα αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι οι επόμενες δεκαετίες δεν θα είναι μόνο πιο ζεστές, αλλά και πιο άρρωστες», λέει ο Γκρέγκορι Άλμπερι, οικολόγος ασθενειών στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν στην Ουάσιγκτον και συν-συγγραφέας της μελέτης.

Η μελέτη είναι «ένα κρίσιμο πρώτο βήμα για την κατανόηση του μελλοντικού κινδύνου αλλαγής του κλίματος και της χρήσης γης στην επόμενη πανδημία», λέει η Κέιτ Τζόουνς, η οποία μοντελοποιεί τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των οικοσυστημάτων και της ανθρώπινης υγείας στο University College του Λονδίνου.

Μια υπόθεση που έπρεπε να κάνουν οι ερευνητές ήταν σχετικά με το πόσο μακριά και ευρέως θα εξαπλώνονταν τα είδη. Ωστόσο, είναι δύσκολο να προβλεφθούν παράγοντες όπως το εάν τα θηλαστικά μπορούν να προσαρμοστούν στις τοπικές συνθήκες ή να διασχίσουν τα όποια φυσικά εμπόδια.

Ένα θηλαστικό που εμπλέκεται στη μετάδοση του ιού ανεξάρτητα από αυτούς τους παράγοντες, είναι η νυχτερίδα, σύμφωνα με τη μελέτη. Οι νυχτερίδες είναι γνωστές φορείς ιών και αποτελούν περίπου το 20% των θηλαστικών, ενώ θεωρείται ότι σχετίζονται και με τη μετάδοση του Covid-19. Οι ερευνητές αναφέρουν ότι ένας λόγος για τον οποίο οι νυχτερίδες είναι απίθανο να αντιμετωπίσουν εμπόδια στη μετατόπιση των οικοτόπων τους, είναι επειδή μπορούν να πετάξουν.

Στη μελέτη αναφέρεται επίσης ότι διάφοροι παράγοντες θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης επένδυσης στις υποδομές υγείας, πέραν των γνωστών μέτρων μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και μείωσης των εκπομπών του θερμοκηπίου.

Ωστόσο οι ερευνητές επισημαίνουν ότι δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Η Γη έχει ήδη θερμανθεί περισσότερο από 1 °C πάνω από τις προβιομηχανικές θερμοκρασίες, και αυτό οδηγεί ούτως ή άλλως στη μετανάστευση ειδών και την ανταλλαγή ασθενειών. «Συμβαίνει και δεν μπορεί να προληφθεί, ακόμη και στα καλύτερα σενάρια κλιματικής αλλαγής», αναφέρουν.

Οι ερευνητές καλούν τις κυβερνήσεις και τη διεθνή κοινότητα να βελτιώσουν την παρακολούθηση και την επιτήρηση των άγριων ζώων και των ζωονοσογόνων ασθενειών, ιδιαίτερα σε μέρη όπως η νοτιοανατολική Ασία, ενώ κάνουν τέλος έκκληση για πανδημικές έρευνες που θα επικεντρωθούν και στο εμπόριο άγριας ζωής.