Η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία (ΕΠΕ) ανακοίνωσε την έναρξη του διαδραστικού εκπαιδευτικού προγράμματος με τίτλο «Ενσυναίσθηση, Ενδυνάμωση, Επικοινωνία», μια νέα πρωτοβουλία για τη βελτίωση της επικοινωνίας πνευμονολόγου-ασθενούς σε όλες τις βαθμίδες υγείας.

Το πρόγραμμα της ΕΠΕ έχει ως στόχο αρχικά να εκπαιδευτούν οι πνευμονολόγοι τόσο σε τεχνικές διαχείρισης του καθημερινού στρες και της έλλειψης χρόνου όσο και σε τεχνικές, που μπορούν να τους βοηθήσουν να επιτύχουν μια αποτελεσματική επικοινωνία με διαφορετικές περιπτώσεις ασθενών. Παράλληλα, η εκπαίδευση θα τους δώσει εφόδια, που θα συμβάλουν στη θεραπευτική συμμόρφωση του ασθενή και στη δική τους συναισθηματική θωράκιση όχι μόνο ως επαγγελματίες, αλλά και ως άνθρωποι που στέκονται δίπλα στον κάθε ασθενή και στην οικογένειά του.

Θα πραγματοποιηθούν αρχικά δύο μονοήμερα workshops στην Αθήνα, ένα αποκλειστικά για νοσοκομειακούς πνευμονολόγους στις 19 Μαρτίου και ένα για ιδιώτες πνευμονολόγους στις 2 Απριλίου, ενώ αναμένεται να προγραμματιστούν και άλλα καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος έτους, εντός και εκτός Αττικής.

Σύμφωνα με τον κ. Πέτρο Μπακάκο, Ειδικό Γραμματέα ΕΠΕ, Καθηγητή Πνευμονολογίας, Α’ Πανεπιστημιακή Πνευμονολογική Κλινική, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, «εδώ και 2 χρόνια βιώνουμε καθημερινά τις συνέπειες της πανδημίας, ο καθένας με το δικό του τρόπο. Για εμάς τους επαγγελματίες Υγείας, η επαγγελματική εξουθένωση, αλλά και οι δύσκολες συνθήκες εργασίας, έχουν επηρεάσει την ψυχική μας κατάσταση και κατ’ επέκταση την επικοινωνία μας με τον ασθενή. Η ΕΠΕ αντιλαμβανόμενη αυτή την επιβάρυνση και πηγαίνοντας ένα βήμα παρακάτω πέρα από τους βασικούς σκοπούς μας, που είναι η εκπαίδευση των γιατρών στα νεότερα δεδομένα για την αντιμετώπιση των παθήσεων του αναπνευστικού συστήματος, δημιούργησε αυτό το πρόγραμμα. Ένα πρόγραμμα που απευθύνεται σε όλους τους πνευμονολόγους, ανεξαρτήτως αν εργάζονται στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, καθώς όλοι πρέπει να κατανοήσουμε ότι ο ειλικρινής διάλογος μεταξύ ψυχικά ισορροπημένου γιατρού και ασθενούς μπορεί να μας οδηγήσει στον τελικό στόχο, που δεν είναι άλλος από την αποτελεσματική διαχείριση των νοσημάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών».

Η κυρία Παρασκευή Κατσαούνου, Μέλος ΔΣ ΕΠΕ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πνευμονολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, συμπληρώνει ότι «οι πνευμονολόγοι, την περίοδο της πανδημίας, βρέθηκαν αντιμέτωποι με συνεχείς εφημερίες και ωράρια που δεν προέβλεπαν ανάπαυση. Παράλληλα, απορροφούσαν τη θλίψη των ασθενών με κορωνοϊό και των συγγενών τους, ‘αντικαθιστούσαν’ τους συγγενείς τους που δε μπορούσαν να είναι δίπλα τους και προσπαθούσαν να επικαιροποιήσουν τις γνώσεις τους ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες των ασθενών. Όλα αυτά ενώ κατά γενική ομολογία στη χώρα μας οι μισθοί είναι ιδιαίτερα χαμηλοί και η κοινωνική ανταπόδοση και αναγνώριση μικρή. Τα παραπάνω, σύμφωνα με έρευνα σε επτά κλινικές COVID σε νοσοκομεία αναφοράς στην Ελλάδα, είχαν ως συνέπεια σημαντικό ποσοστό γιατρών και νοσηλευτών των κλινικών αυτών να παρουσιάσουν μέτρια-σοβαρή κατάθλιψη ενώ το 33% παρουσίασαν άγχος. Την ίδια στιγμή, τα επίπεδα burnout ήταν ιδιαίτερα υψηλά, με 65% των ατόμων να παρουσιάζουν συναισθηματική εξάντληση, 92% σοβαρή αποπροσωποποίηση και 51% χαμηλά προσωπικά επιτεύγματα. Τα αίτια αυτών ήταν ο φόβος, το άγχος, ο κίνδυνος της μόλυνσης, η έλλειψη μέσων προφύλαξης (μάσκες, γάντια κ.λπ.) και χαμηλή κοινωνική υποστήριξη. Με το πρόγραμμα ‘Ενσυναίσθηση, Ενδυνάμωση, Επικοινωνία’, η ΕΠΕ έχει στόχο να βοηθήσει τους πνευμονολόγους να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες υγείας, θωρακίζοντας όμως και τους ίδιους ώστε να αντέξουν τη συνεχή πίεση και κόπωση».

Με τη σειρά της η κυρία Νικολέτα Ροβίνα, Μέλος ΔΣ ΕΠΕ, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ σημειώνει ότι «οι εξαντλητικοί ρυθμοί εργασίας σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης έχουν επίπτωση στην απόδοση των επαγγελματιών υγείας ως προς τη φροντίδα των ασθενών εξαιτίας της εξάντλησης (burn out), αλλά και στην ψυχική τους υγεία και ισορροπία, οδηγώντας σταδιακά στην απώλεια της ενσυναίσθησης. Η ενσυναίσθηση αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να οικοδομηθεί μια αποτελεσματική σχέση ιατρού-ασθενούς. Συμβάλλει στη δημιουργία μιας σχέσης ασφάλειας και εμπιστοσύνης με τον ασθενή, αλλά ταυτόχρονα και στην ενδυνάμωση του ασθενούς, ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της υγείας του. Η ενσυναίσθηση του ιατρού συνδέεται με υψηλότερη ικανοποίηση του ασθενούς, με καλύτερη ψυχοκοινωνική προσαρμογή, με μειωμένη ψυχολογική δυσφορία και περισσότερη ανάγκη για ενημέρωση. Επιπλέον, με την εναισθητική προσέγγιση των επαγγελματιών υγείας μειώνονται δραματικά τα καταθλιπτικά συμπτώματα και το άγχος των ασθενών με σωματική νόσο και βελτιώνεται η ποιότητα ζωής τους».

Και τέλος η κυρία Ελισσάβετ Κάλμπαρη, Neuropsychologist- Healthcare Professional & Leadership Trainer – Founder of Self Balance και υπεύθυνη εκπαίδευσης του προγράμματος, εξηγεί ότι «είναι πολύ λογικό κάθε ασθενής να αναζητά την ουσιαστική επικοινωνία με τον ιατρό του, αναφορικά με την ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπίζει, τις αιτίες που την προκάλεσαν, τα συμπτώματα αλλά κυρίως την έκβαση της ασθένειας και την πορεία της υγείας του. Έτσι λοιπόν προκύπτει και η ανάγκη για αποτελεσματική επικοινωνία, που συνδυάζει ένα σύνολο δεξιοτήτων, όπως η ενεργητική ακρόαση, η μη λεκτική επικοινωνία, η ικανότητα αναγνώρισης αλλά και διαχείρισης των συναισθημάτων των άλλων. Μέσα από μια τέτοια επικοινωνία, στο πλαίσιο της κλινικής πράξης, δίνεται η δυνατότητα στον γιατρό μιας ‘προσωπικής ανάπτυξης’ μέσα από την αναγνώριση των προσωπικών δυνάμεων και αδυναμιών μπροστά στην αρρώστια και τον πόνο».